Κρητικό Λεξικό

ΚΡΗΤΙΚΑΜΕΤΑΦΡΑΣΗΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
   
ΆβγαρτοςΑκοινώνητοςΑυτός που δεν έχει βγει έξω να διασκεδάσει να δει πράγματα
ΑβουρλίτουςΦυτό που κάνουνε σκούπες ψάθινες 
ΆβριαΣτείρα 
ΑβρυάΈλλος 
ΑβρυοκάλαμαΚαλάμια που φυτρώνουν στα έλλη 
ΑγαλιανάΣιγανά 
ΆγανοΆκρη του σταχιούΜακριές πριονωτές απολήξεις των σταχιών
ΑγγίνιοΚαινούργιο 
ΑγγριγιεύγωΑγριεύω 
ΑγκαραθιάΆγριος Θάμνος 
ΑγκινιάζωΕγκαινιάζω 
ΑγκουανόςΛίπασμα από περιττώματα πουλιών 
ΑγκούτσακαςΆγρια αχλαδιά 
ΑγκρίζομαιΘυμώνωΜην αγκρίζεις το κοπέλι
ΑγλακώΤρέχω 
ΑγλίγοραΓρήγοραΓλάκα μωρέ πιο αγλήγορα
ΑγόγλοσοςΑγκαθωτό χόρτο 
ΑγοϊζωΟργιάζω 
ΑδερφίδεςΑδελφές 
ΑδερφόςΑδελφός 
ΑδιάρμιστοςΑκατάστατος , Αταχτοποίητος 
ΑέρεςΑερολογίες 
ΑζατοχάρτιΠιστοποιητικό αποδεύσμευσης από την φυλακήΝα μασε λείπει 'τσα γαμπρός κοντό τ' αζατοχάρτι δα του ζηλέψουσι
Αζόγιρας, αζόιροςΘάμνοςΘάμνος πού μυρίζει άσχημα, παρόλα αυτά, ελκύει πολλούς χοχλιούς
ΆζουδοςΆμοιρος, Κακότυχος 
ΑθιβολήΣκέψη 
ΑθιβολήΣκέψη, ΣυζήτησηΌπως μυρίζουν τσ' άνοιξης τα ρόδα στην αυλή σου, ετσά μυρίζει η σκέψη μου με την αθιβολή σου
ΑθόςΑνθόςΟι φλέβες σου γινήκανε ρακιδοκαταπότης κι ογλήγορα κατάλυσες η τον αθό τση νιότης
ΆθοςΣτάχτη 
ΑίγαΚατσίκα 
ΑϊλιάΑγελάδα 
ΑϊράνιΦόβοςΑϊράνι πάει ο κώλος του σα με δει = Τον πιάνει ο φόβος όταν με βλέπει
ΑκιντέςΓλύκισμα, Καραμέλα 
ΑκονιζάΠαρασιτικό φυτό με κολλώδη φύλλα 
ΑκονόπετραΠέτρα λεία για ακόνισμα μαχαιριών 
ΑλαβάριΣίγουρα, ΒεβαίωςΔεν την πετώ τη βέργα μου, και το γαμπά αλαβάρι, κι ας λέει εκείνη πως βοσκό , δεν πρόκειται πάρει
ΑλαμπίριΟ Θεός ξέρειΜισεύγεις παιδί μου, κι αλαμπίρι πότε δα σε ξαναδώ
ΑλάργοΜακριά 
ΑλαργοξορίζωΣτέλνω πολύ μακρυά, στην ξενιτιά 
ΑλαργοξορισμένοΞενιτεμένο μακριά 
ΑλαφροκαμπανίζειΈχει λίγο μυαλό 
ΑλαφροκαμπανώΕλαφρόμυαλος 
ΑλεκατισάΜάλινο νήμαΕιδικό νήμα από μαλλί αρνιού, για να υφάνουν τριοπατήτηρες πατανίες και κουσκουσένιες
ΑλικοντίζωΕμποδίζω 
Άλις ΒερίσιΠάρε δώσε 
ΑλισβερίσιΔοσοληψία, ΣυναλλαγήΤα μάτια σου τα όμορφα όποιος δεν εκτιμήσει Σίγουρα με άλλο αρσενικό έχει αλισβερίσι
Αλιτριβιδιάρης Μυλωνάς 
ΑλουσάΣτάχτη με νερόΣτάχτη με νερό για το πλύσιμο των ρούχων τα παλιά χρόνια. Το χρησιμοποιούν και σήμερα για τα μελομακάρονα.
ΑλουσάΣτάχτη με ποτάσα και νερόΣτάχτη με νερό για το πλύσιμο των ρούχων τα παλιά χρόνια. Το χρησιμοποιούν και σήμερα για τα μελομακάρονα.
ΑλουσιάΣτάχτη με νερόΣτάχτη με νερό για το πλύσιμο των ρούχων τα παλιά χρόνια. Το χρησιμοποιούν και σήμερα για τα μελομακάρονα.
ΑμάλαγοΑγνόΑμάλαγο χωράφι
ΑμάλαγοςΑτόφιος 
ΑμάλαργοςΚαθαρός, Αγνός 
ΑμανίτηςΆγριο μανιτάρι 
ΑμάχηΈχθρα 
ΆμεΠήγαινε 
ΑμέντεςΠροσοχήΈχω τσ' αμέντες μου = προσέχω
Αμέτι-μουχαμέτιΈτσι και αλλιώς 
ΑμοναχόςΜοναχόςΩσάν το έρημο δεντρί, που 'ναι στ' αόρι απάνω, μ' αρέσει να 'μαι αμοναχός, με τσι πολλούς δεν κάνω
ΑμπάσοςΑργός στις δουλιές 
ΑμπλάΑδελφή 
ΑμπούμπουραΜπρούμητα 
ΑμπούνιαΑπωθημένα, Κρατώ κακίαΕκιόσες μου κρατεί αμπούνια
ΑναβαστώΣτηρίζω 
ΑναθράφηκαΜεγάλωσαΜε ντάγκο αναθράφηκα και με τσ' ελιάς το λάδι, το λύχνο ξεπασούλιζα κ' εδιάβαζα το βράδυ
ΑνακατεράΑνακατεμέναΜεταφορικά σημαίνει κουτσομπολιά, ρουφιανιές.
ΑνακατεράΚουτσομπολιά 
ΑνακατεράΡουφιανιές 
ΑνακερώθηκαΑνακατεύτηκα, Ζαλίστηκα 
ΑνακούρκουδαΣταυροπόδι 
ΑναμαζώξουΜαζέψου μέσα 
Αναστορούμαι, ΑνεστορούμαιΘυμάμαι 
ΑναστουλούχισμαΑναστεναγμός 
ΑνατζούμπαληΆγαρμπη 
ΑνατρανίζωΑνορθώνομαιΘωρώ δικούς και χαίρομε φίλους και αναντρανίζω ,και απο τα βάθη τσι καρδιάς να τους καλωσορίζω 2. Καρδιά μου αναντράνισε και μην το βάνεις κάτω δεν γονατίζουνε ποτέ οι άντρες των αρμάτω
ΑνατρανίζωΞανασηκώνομαιΘωρώ δικούς και χαίρομε φίλους και αναντρανίζω ,και απο τα βάθη τσι καρδιάς να τους καλωσορίζω 2. Καρδιά μου αναντράνισε και μην το βάνεις κάτω δεν γονατίζουνε ποτέ οι άντρες των αρμάτω
ΑνεβόλεμαΑνηφόραΣτο χύμα τρέχει το νερό στο σόπατο στερνιάζει. Μια ροδαρά χω στη καρδιά μικρή μου και σου μοιάζει
ΑνεβόλεμαΑνήφορος 
ΑνέδιασεΠρόβαλε 
ΑνεκούρκουβαΚάθομαι σταυροπόδι 
ΑνελαμπίδιΑχινοπόδιΕίδος θάμνου με αγκάθια
ΑνεμαζοξάρηςΔιωγμένοςΑνεμαζοξάρης είναι αυτός που ήρθε στον τόπο και δεν έχει ρίζες στην συγκεκριμένη τοποθεσία
ΑνεμίζομαιΔιαισθάνομαι 
ΑνεστορούμαιΣυλλογίζομαι 
ΑνεστουλουχίζωΚλαίω σιγά-σιγά 
ΑνετσουτσούλωσεΣυνήλθε 
ΑνεφοράδαΑνυφόρα 
ΑνεχαρασειΜασάει σαν κατσίκα 
ΑνημένωΠεριμένω1. Είντα κοντό στο πόρτεγο να στέκει ν' ανημένει κι είναι η γι-όψη τζη θλιτή και παραπονεμένη 2. Απ'ούχει αντέτι τη ψευτιά την έχει ούλο το χρόνο, δεν ανημένει τ'απριλιού τη πρώτη μέρα μόνο
ΑνημένωΠεριμένω 
ΑνιφοράςΚαπνοδόχος 
ΑνιώθωΚαταλαβαίνωΣυνώνυμο Νιώθω
ΑντάραΟμίχλη 
ΑνταροφορώΕίμαι μέσα σε ομίχλη, μεταφορικά 
Άντε μπακαλούμΆραγε Άντε να δούμε
ΑντέστεΠάμε φύγαμε 
ΑντέτιΣυνήθειαΑπ'ούχει αντέτι τη ψευτιά την έχει ούλο το χρόνο, δεν ανημένει τ'απριλιού τη πρώτη μέρα μόνο
ΑντζιρίταΤρέχα 
ΑντόντιΔόντι 
ΑντριβόλουςΦυτό με αγκάθια σκληράΚάτσε μπρέ, ηντά χεις, αντριβόλους έχει ο κώλος σου;
ΑξαργητούΕπίτηδεςΑξαργητού στη Βιάννο, Αξάργου στη Σητεία. Συν. Αξάργου, Αξάργωτου
ΑξάργουΕπίτηδεςΣυνώνυμο Αξαργητού, Αξάργωτου
ΑξάργωτουΕπίτηδεςΣυνώνυμο Αξαργητού, Αξάργου
ΑξάςΞάδελφος 
ΑξωγύρουΑπό πίσωΜη με παίρνεις αξωγύρου = Μη με ακολουθείς
ΑόριΒουνόΟντε δα δεις ντελικανή χαρά την έχεις κόρη Σα το κοπέλι που θα βρει τη πουλιτσά στ'αόρι
ΑπαλέτιΠλακωτή πέτρα 
ΑπάντηξαΣυνάντησαΜου πάντηξε το Σηφαλιό κ'ήτανε χιαρχιντησμένο
ΑπίδιΑχλάδι 
Απίρι θειάφι  
ΑποδιαλέγουραΑπομεινάριαΜετά το μεσημέρι, τα βρίσκεις στη λαϊκή
Αποδιαλέουρα ΑπομεινάριαΑπού πολυδιαλέγει πάει αποδιαλεμάτου
ΑποζούζουραΑπομεινάριαΜετά το μεσημέρι, τα βρίσκεις στη λαϊκή
ΑπόιΝωρίς το πρωί 
ΑπόκειαςΈπειτα, Μετά 
ΑπόκειεςΜετά 
ΑποκινονέΑπό εκείνο 
Αποκιονέ Από αυτό 
ΑποκοτώΤολμώ, ρισκάρω, διακινδυνεύω 
ΑπόπαεΑπό εδώ 
ΑποπεραθιόΑπέναντι 
ΑπορόχιαΞεστάχια 
ΑποσβολομέναΈκπληκτα 
ΑποσπέραςΧθες βράδι 
ΑποσπερίζωΠερνάω την ώρα μου το βράδυ 
ΑποσφώνιαξαΈστειψαΑποσφώνιαξα τα ρούχα
ΑπούΠου 
ΑπουχιούντουΌρμα του, Απάνω του, Επίθεση 
ΑποχερίδιαΚεράσματα, Φιλοδωρήματα 
ΑράΑραιά 
ΑργαντινήΕσπέρα 
ΑργατινήΑπόγευμα 
ΑρίδιΤρυπάνι 
ΆρκαλοςΑσβόςΆρκαλε μπες στην τρύπα σου Ζουρίδα στη φωλιά σου και μην πειράζεις τα πουλιά πούνε στη γειτονιά σου
ΑρμαθιάΜάτσοςΦόρτωσε κοινιέ την αρμαθιά στο γαίδιαρο
ΑρμηνεύγωΣυμβουλεύω 
ΑρμηνευωΣυμβουλεύω 
ΑρνεύγωΗσυχάζωΌταν δεν έχομε ψωμί καθόλου δεν αρνεύγω κι όντε ζυμών'η μάνα μου, αρχίζω να χορταίνω
ΑροδαράΤριανταφυλλιά 
ΑρρωσταράΆρρωστη 
Άρτζη ΜπούρτζηΆλλα των άλλων, Ότι νάναι 
ΑσκαντίΠαρά λίγοΑσκαντί να πέσω = παρά λίγο να πέσω
ΑσκελετούραΑγριοκρεμμύδα 
ΑσκιανάδαΣκιάΌπχιος τη ν' ασκιανάδα ντου, ξανοίγει και ξυπάται, δυό μέτρα μπόι να βαστά, ασήμαντος λογάται
ΑσκονταύλαΚουτάλαΗ ασκονταύλα, που ανασέρνανε το νερό από το πηγάδι η τη στέρνα
ΑσκορδουλάκοςΆγριο κρεμμύδιΣτα όρη να με πέψετε να βγάνω ασκορδουλάκους, καλιά διαόλους να θωρώ παρά χωροφυλάκους
ΑσκοτιζαράΑγριοκρεμμύδα 
ΑσουΆσε 
ΑσπάλαθοςΕίδος ακανθώδες θάμνουΣαν τον ασπάλαθο καρπό που τόνε τρών'οι αίγες, ετσά με φάγανε κι εμέ οι εδικές σου οι έγνοιες
ΑστιβήδαΑγκαθωτός θάμνος 
ΑστραλικώνωΟριοθετώΑστραλικώνω το χωράφι = Τοποθετώ τα όρια
ΑσχτέρουΑύριο 
ΑτζάΜπούτια 
ΑτζίΜπούτιΕσπέρνανε οι Τούρκοι παπαρούνες που σα τα ατζά τω κοπελιώ, ήταν τα ραβδιά ντως
ΑτζικνίδεςΤσουκνίδες 
ΑτζοπηδώΧοροπηδώ 
ΑτσέλεγαςΣπουργίτι 
ΑτσιποδιάρικοΚακορίζικο  
ΑφήκεςΆφησες 
ΑφορδακιάζωΦουσκώνω από το πολύ νερό 
ΑφορδακόςΒάτραχος 
ΑφόρεσηΥποψία 
ΑφορούμαιΥποψιάζομαι 
ΑφούραΟμίχλη, Καταχνιά 
ΑφρούκαΆκου με προσοχή 
ΑφρουκάζωμαιΚρυφακούω 
ΑφρουκούΆκουΌτι σου λένε αφρουκού, και ότι κατέχεις κάνε
ΑφρουκώΑκούω 
ΆφτωΑνάβωΚι έχει τη σφάκα μιαν οκά στα πικραμένα χείλη γιατί στη φεύγα ποιός θα ρθει να τσ' άφτει το καντήλι
ΑχινοπόδιΘάμνος με αγκάθιαΠροσανάμματα για να ανάψεις φωτιά, στον φούρνο για ψωμί
ΑχίριΣτάβλος 
ΆχναΣιωπή 
ΑχνιάΗσυχία, Τσιμουδιά 
ΆχτιΚαημός 
ΆψεΆναψεΆψε μπρε τη παρασιά
ΒαβαλίζωΠαραχαϊδεύω 
ΒαβαλίζωΠεριποιούμαι, Κανακεύω 
ΒάγγαΡέμα, Χαντάκι, Χαράδρα 
ΒαρεμένηΈγκυοςΣυνώνυμο Λουχούνα
ΒάρηκαΧτύπησαΣυνώνυμο (Ε)Μισερώθηκα, (Ε)Σακατεύτηκα, (Ε)Σβολώθηκα
ΒάρσαμοςΔυόσμοςΜυρίζουν οι βασιλικοί, μυρίζουν κι οι βαρσάμοι Μα σα μυρίζει ο φρόνιμος βαρσάμια δε μυρίζουν
ΒασιγιέτιΕπιθυμία μετά θάνατον 
ΒασιέτιΕπιθυμία μετά θάνατον 
ΒαστώΚρατώ 
ΒγανιάΣυκοφαντία 
ΒγόδομαΣκεύος οικιακό 
ΒγορίζειΦαίνεταιΔε μου βγορίζει πράμα = Δεν βλέπω τίποτα
ΒγορολογώΑγναντεύωΕίμαι στο όβγορο = Τόπος με θέα
ΒεγγέραΓειτονική παρέα για να πούνε τα νέα της ημέρας 
ΒεγκέραΒραδυνή παρέα στη γειτονιάΠάμε να κάτσομε στη βεγγέρα, να βεγγερίσομε μιαολιά
Βερβελίθρες, ΒερβελέςΠεριττώματα των αιγοπροβάτων 
ΒέργαΞύλο 
ΒερέμιΜαράζιΜου βγαλες το βερέμι
ΒίτσαΧλωρό ξύλοΓια τιμωρία στα παιδιά όταν κάνανε αταξίες
ΒιτσίδιΞύλο με χλωρό ξύλο για να μην σπάει 
ΒιτσίλαΓυπαετός 
ΒλεπέςΑγροφύλακας 
ΒοθρακόςΒάτραχος (Αμάρι) 
ΒολείΒολεύει 
ΒούγιαΜοσχάρια αρσενικάΔε γατέχει να μειράσει δυο βουγιό άχερα
ΒούιΜοσχάρι 
ΒουλήΘέληση 
ΒουρβούλεςΜύξες 
ΒουρίδιΜούσκεμαΤη ταχινή εγείνηκα βουρίδι
ΒουρίδιΠολύ βρεγμένοςΣυνώνυμο Μουσκίδι, Μούσκεμα
ΒουτσάΠερίττωμα της αγελάδας 
ΒράκαΚρητική ανδρική φορεσιά 
ΒρομούσαΚλασοπαπαδιά 
ΒρούβεςΧόρτα 
ΒρουβολογώΜαζεύω χόρτα 
ΒρούχοςΘόρυβος 
ΓαμπάςΚάπαΣα θα με δεις λέει την πρωινή να πάεις στη δουλειά σου, μα σα με δεις τη βραδινή να πάρεις τον γαμπά σου
ΓαργιασμένοΛερωμένο 
ΓατέχωΞέρω, ΓνωρίζωΕγωισμό δεν ήμαθα κ' ιντά ναι δε γατέγω και κακοσύνη δε βαστώ, στα στήθια μου δεν έχω
ΓαυρώνωΠαθαίνω αγκύλωση 
ΓενούνεΓίνουνΒαγιοκλαδίσματα κι ευχές στη στράτα τ'ακλουθούνε Και τ'αβιζ'ερνει ολημερνίς ανθρώποι να γενούνε
ΓεράΔυνατά 
Γερά-ΓεράΓρήγορα 
ΓεραντζούνιΆγριο αγγιναράκιΣυνώνυμο Σπεραντζούνι, Περατζούνι
Γης ΜαδιάμΆνω κάτωΣυνώνυμο Ντάρι Νάξι, Μαντάρα
ΓιΉΩς τη άλλη βόλτα γι ο γάιδαρος ψοφά γι το σομάρι σπα
ΓιαγαίρνωΕπιστρέφω 
ΓιάγερναΓύριζα 
ΓιαγκιλίκιΠάθοςΔιάλε το γιαγκιλίκι σου και πως δα το παλέψω
ΓιάεΚοίταξε, Πρόσεχε 
ΓιαέρνωΓυρίζω πίσωΌντε ενεπήγαινες εσύ εγώ εγιάερνα.
ΓιάνταΓιατί 
ΓιάντεςΠαιγνίδι με το κόκαλο της κότας 
ΓίβενταΒρομοδουλειές, Αταξίες 
ΓίβεντοΒρωμιά, ΑσχημιάΉφερες του κόσμου τα γίβεντα στο σπίτι με τα παπούτσια σου
ΓιουρούνταΌρμησε, Πάνω του 
ΓκανίζωΦωνάζω δυνατάΗντά χεις και γκανίζεις ετσά
ΓκάρδαςΛάρυγγας 
ΓκινιάζωΕγκαινιάζω 
ΓκισγκίνεςΓυάλινες μπίλιες 
ΓλακώΤρέχω 
ΓομάριΦορτείοΓυναίκα που 'χει υπομονή και στέκει παλληκάρι αντέχει η ράχη τζη σαφί χιλιόβαρο γομάρι
ΓομάριΦορτίο, μεταφορικά ο δυνατός άνδραςΜεγάλος άνδρας γεροδυναμομένος
ΓούζγιεσεΠαραπονιέσαιΌλη τη μέρα γούζιεσαι
ΓούζομαιΓκρινιάζωΌλη τη μέρα γούζιεσαι
ΓούζομαιΜουρμουρίζωΌλη τη μέρα γούζιεσαι
ΓούζομαιΠαραπονιέμαιΌλη τη μέρα γούζιεσαι
ΓράδοΜουστόμετρο 
ΓραίνομαιΒρέχομαι 
ΓραίνωΒρέχω 
ΓραντήσειΜπλέξειΜας έχουνε γραντίσει
ΓροικώΑκούω 
ΓρομπόλεςΕίδος αχλαδιού 
ΓυρολόγοςΑυτός που γυρίζει στα χωριά 
ΔαβλίδιΞύλοΕμά τον κακομοίρη δαβλίδι του παίξανε;
ΔάμακαςΓκρεμός πολύ μικρού ύψους 
ΔάμακαςΠεζούλια που έχουν τα χωράφια 
ΔαρθείΧτυπηθείΑπού πιάσει πέτρα και δαρθεί κανείς μη ντονε λυπηθεί
ΔέσπολαΜούσμουλα 
ΔεσπολιάΜουσμουλιά 
ΔέτηςΓκρεμόςΉθελα να μαι δίχταμο σ'ενός βουνού το δέτη να πέρνας και να μ'έκοβες να μ'έβανες στο μπέτι
ΔιάλεΔιάβολεΕκφράζει κατάρα ή μίσος,αλλά και συμπάθεια ή θαυμασμό. Μία βρισιά ήπιας μορφής. 1. Διάλε το διάλε διάλε σου, διαόλου θυγατέρα ,εβράχνιασα να τραγουδώ κι εσύ ξανοίγεις πέρα
Διάλε τσ'απολυμάρες σουΔιάβολε στους πεθαμένους σουΒρισιά
ΔιάπανταΣκορπίστηκανΈπιασαν τα διάπαντα = Σκόρπισαν σε διάφορα μέρη
ΔιαρμίζωΝοικοκυρεύω, Καθαρίζω, Τακτοποιώ 
ΔιγαβρέςΧαβάςΣΑΡΡΑΝΤΑ ΝΕΟΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΝΙΜΕΝΟΥΝΕ ΤΟ ΝΑΙ ΣΟΥ... ΑΠΟΥ ΝΑ ΝΑΙΞΕΙΣ ΠΕΣ ΤΟ ΕΝΟΥΣ ΝΑ ΠΑΨΕΙ Ο ΔΙΓΑΒΡΕΣ ΣΟΥ
Διγαβρές, ΔηγαβρέςΚαημόςΕπαέ ξάνει ήντα λιγαβρέ τον έχει. 1. Εβγήκε βόλτα στο χωριό, κι'έχει το διγαβρέ μου, τον έρωτα μας διαλαλεί, Θιέ μου βοήθησε μου
ΔιδαχήΔιδασκαλία 
ΔικολογιάΣυγγενείςΗντάνε δα και τουτονά ο ξένος με τη ξένη, να γινουνται δικολογιά και φίλοι μπιστεμένοι
ΔράμιΒάρος 3.2 γραμμάρια 
ΔροσάΤίποταΔροσά δε ντου δίνω
ΔροσιάΤίποταΔροσιά δεν κάνει τουτονέ
ΔώμαΤαράτσα 
ΕβγιάΛιακάδα 
ΕγάργιωσεΛερώθηκε, ΒρώμησεΒλέπε μου τ'ανυφαντηριό τσ' αγάπης μη γαριώσει γιατί δεν έχει φάρμακο να ξανακαινουριώσει.
ΕγιουρούντηξεΕπιτέθηκεΜου μόνταρε μωρέ ο σκύλος του γείτονα και είπα πως θα με φάει
ΈγκαλαΠρόβατα που μόλις γέννησανΜά ήντα θα κάνει ένας καλός σε μια κακή πατούλια να αρμέγει να τηροκομεί να βλέπει τα στιρούλια 1. Τα ζώα που αρμέγονται
ΈγκωσαΜπούχτισα, ΦούσκωσαΦούσκωσα από φαΐ, η φούσκωσα από στεναχώρια
ΈγνοιασέσαιΤι σε νοιάζει 
ΕγράθηκαΒρέχτηκα 
ΕδάΤώρα 
ΕζβολόθηκαΧτύπησαΣυνώνυμο Εμιζερώθηκα
ΕθάρρουναΝόμιζαΤην πεθερά μου,οψές αργά.. στο όνειρό μου είδα κι εθάρρουνα πως την έβλεπα με τη λερναία ύδρα
ΕιδικήΔικήΜη κάμεις μη σου κάμουνε μη πεις να μη σου πούνε τη ξένη πόρτα κι αν χτυπάς την ειδική σου σπούνε
ΕίνταΤι 
Είντα κοντόΤι άραγεΕίντα κοντό στο πόρτεγο να στέκει ν' ανημένει κι είναι η γι-όψη τζη θλιτή και παραπονεμένη
ΕιντάχειςΤι έχεις 
ΕίπατοΤο είπα 
ΕκακάρωσεΤα τίναξε, Πέθανε 
ΕκειάΕκεί 
ΈκιαμεΜπα δεν νομίζω 
ΕκίνιαΑυτή 
ΕκιοσέςΑυτός (μακρινή απόσταση) 
ΕκιόσεςΑυτός 
Έκο ΝάκοΟπωσδήποτεΑναγκαστικός χαρακτήρας μιας ενέργειας, Άρον-Άρον, από τα αρχαία Εκών-Άκων
ΕκόπασεΣταμάτησε 
ΕκόρνιασαΜούδιασαΕκόρνιασαν τα πόδια μου
ΕλιγομαριάστηκαΛιποθύμησα 
ΕλιγομαρίστηκαΛιποθύμησα 
ΕμαγαρίστηκαΕλερώθηκα 
ΕματσιδιάστηκαΕπιάστηκα 
ΕμισερώθηκαΧτύπησαΣυνώνυμο (Ε)Σακατεύτηκα, (Ε)Σβολώθηκα, (Ε)Βάρηκα
ΕμίσεψεΈφυγε 
ΕμόλαρεΆφησε 
ΕμότσαρεΜάλωσε 
ΕμούνταρεΕπιτέθηκε, ΌρμηξεΜου μόνταρε μωρέ ο σκύλος του γείτονα και είπα πως θα με φάει
ΕμπεράτωσεςΈβαλες τον ξύλινο σύρτη 
ΈμπηξεΈβαλεΈμπηξε τσι φωνές
ΕντάκαρεςΆρχισες 
ΕντολαντίστικαΜπερδεύτηκα, δεν είμαι σίγουρος για κάτι 
ΕξεγιβεντιστήκαμεΞεφτιλιστήκαμε 
ΕξεκαζίκωσεΛύθηκε 
ΕξεκατινίστηκαΜε πονάνε τα πλευρά 
ΕξεμανταλώθηκανΆνοιξαν τις πόρτες 
ΕξεμασκουλώθηκαΕκνευρίστηκα 
ΕξεμυγιαστήκανεΞεενοποιηθήκανεΜε το που φεύγει ο ντελάλης εξεμυγιαστήκανε οι γραίς κι ήλεγε η μια τσ' αλλής
ΕξεχαρβάλωσεΔιαλύθηκε 
ΕξιπάστικαΞαφνιάστικα 
ΕπαέΕδώ 
ΕπλάνταξαΣτραβοκατάπια 
ΕπόδοκεΚατάντησε 
ΕπόθιαξαΚρυολόγησα 
ΕπούθιασαΚρύωσα 
ΕργώΚρυώνω 
ΕργώΚρυώνω, Τρέμω από το κρύο 
ΈρμηΈρημη, κακιάΓιο 'χει στην έρμη ξενηθιά που τόνε λαχταρίζει κι ο πόνος τηνε στουμπαχά και τηνε γονατίζει
ΕσακατεύτηκαΧτύπησαΣυνώνυμο (Ε)Μισερώθηκα, (Ε)Σβολώθηκα, (Ε)Βάρηκα
ΕσβολώθηκαΧτύπησα πολύΕμισερώθηκα, Κατασκοτώθηκα
ΕσκλοποδόθηκαΜπέρδεψα και έπεσα 
Εσφεντούριξα ΠέταξαΕσφεντούριξα ένα τσούρλο και εξεκαυκάλωσα τον γείτονα
ΕτοσέςΑυτός (κοντινή απόσταση) 
ΕτουδάΕκείΑπόπαδε ως ετουδά
Ετουλόγου μουΕγώ ο ίδιος 
ΕτσάΈτσιΠώς τσεί τσά -- Ετσά τσεί = Πως καίει έτσι -- Έτσι καίει
ΕτσουρουφλίστηκαΕκάηκα 
ΕυκήΕυχήΣτην πορτοπούλα στέκεται και σιγομουρμουρίζει και την ευκή τζη στα μακριά απού 'ναι του χαρίζει
ΕφταρμίστικεΦταρνίστηκε 
ΈχνοςΖώοΕφάγανέ μου τα έχνι το σακί που βάνω τ' αλεύρι
ΕχταγήΕπιθυμία 
ΕψακώθηκαΔηλητηριάστηκα 
ΕψέςΧθες 
ΖάβαλεΊσως 
ΖαγαρώΓυρεύω φασαρία 
ΖάλοΒήμα 
ΖάραΚουκουβάγιαΖάρα μου όμορφο πουλί, στη γειτονιά μην κάτσεις, μη τραγουδήσεις και καημός τη γειτονιά σκεπάσεις
ΖάραΜεγάλο πιθάριΜεγάλο πήλινο πιθάρι συνήθως για φύλαξη λαδιού, εξωτερικά έφερε ανάγλυφα σχέδια κυκλικά σε τρεις ή τέσσερις ζώνες σαν ζαρωματιές για μεγαλύτερη αντοχή, εξ αυτού και ζάρα. Από τις ζώνες καθόριζαν τη χωρητικότητα του πιθαριού.
ΖάραΡυτίδα 
ΖάραΤσαλακομματιά 
ΖάφτιΚουμάντο, ΕλέγχωΔεν τον κάνω ζάφτι = Δεν τον ελέγχω
ΖευλώνωΛυγίζωΆλλη έννοια = Ζευλώνω τα βούγια
ΖόρεςΒιασύνηΣυνώνυμο Φούργια
ΖουγλάθηκεςΚουτσάθηκες 
ΖούμπεροΖώο, υποτιμητικό όταν αναφέρεται σε άνθρωποΉντα ζούμπερο που είσαι
ΖούμπεροΧαζόςΔε γατέχει να μειράσει δυο βουγιό άχερα
ΖουρίδαΚουνάβι 
ΖυγαρδέλιΚαρδερίνα 
ΉβραΒρήκα 
ΗμίονοςΜουλάρι 
ΉνταΤι 
ΉρθεναιΉρθε 
ΉστεναΈβαζα 
ΉφερεΈφερε 
ΉφερεςΈφερες 
ΘαρρεύομαιΕμπιστεύομαιΜη θαρρευτείς του φίλου σου και πεις το μυστικό σου ,φίλος του φίλου θα το πει θάναι κακό δικό σου
ΘέτωΞαπλώνωΚαι με την πρίκα καθ'αργά θέτει κι αποκοιμάται το γιο τον κανακάρη τζη κάθα που 'νεστοράται
ΘολόστασηΝηστίσιμος χυλός 
ΘρινάκιΕργαλείο για το αλώνιΕργαλείο του αγρότη για να ξεχωρίζει η να λιχνίζει τα άχυρα από τον καρπό στο αλώνι
ΘρουλίΨίχουλοΠου θέλει τρουλί δεν τρώει θρουλί = Αυτός που γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα
ΘρουλίζωΘρυματίζω 
ΘυγατέραΚόρηΟ γαμπρός γιός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα
ΘυμίζειΨάχνει να βρει τέρι 
ΘωρώΒλέπω 
ΚαβαληκεύωΚαβαλάωΧαιρέτα μου τον το πεζό, οντό καβαληκέψεις για να σε χαιρετά και αυτός, οντό θα ξεπεζέψεις = Όταν βρίσκεσαι στα ψηλά και έχεις πετύχει στη ζωή, να μην υποτιμάς αυτόν που βρίσκεται πιο κάτω, αν θέλεις να σε υπολογίσει και αυτός όταν θα πέσεις κάτω μια μέρα.
ΚαβαλίναΠερίττωμα του γαϊδάρου 
ΚαβαλτίΠρωινό 
ΚαβούκιΚέλυφοςΤο κέλυφος της χελώνας
ΚαβούσιΜικρή πηγή 
ΚαβρομαμούναΣκαθάριΕίδος σκαθαριού, που το κεφάλι του μοιάζει με δαγκάνα κάβουρα
ΚαβρόςΚαβούριΚαβούρι
ΚαερέτιΒοήθειαΤ'ασκέρου θα ρθω να σου κάμω ένα ''καερέτι'' = Αύριο θα έρθω να σε βοηθήσω
ΚαζαντίζωΠροκόβω 
ΚαζίκιΞύλινο παλούκι που δένανε τα ζώα, ΤζένιοΞύλινο παλούκι που δένανε τα ζώα
ΚαθέγλαΚαρέκλα 
Καθίκικακός άνθρωποςΣκεύος για κατούρημα το βράδυ αλλά και βρισιά, λέγοντας, τι καθίκι είναι αυτός, κακός άνθρωπος
ΚαΐλικοςΙκανός 
ΚαΐσιΒερίκοκο 
ΚάκαδοΗ πέτσα που γίνεται εξωτερικά στην πληγή 
ΚακαρώνωΠεθαίνω 
ΚακοβάνωΥποψιάζομαι κάτι κακό 
ΚακομάζαλοςΚακότυχος 
ΚακομήτσαΚαημένηΣυνώνυμο Κακοριμάλα
ΚακορίζικοςΚακότυχος 
ΚακοριμάλαΚαημένηΣυνώνυμο Κακομήτσα
ΚακοτερένιοςΚαχεκτικόςΠολλά Κακοτερένιος είναι μωρέ τούτος σας
ΚακουδέρικοςΚαχεκτικός, Αδύναμος 
ΚαλαντίζωΚερδώ, Αποκτώ 
ΚαλαπόδιΤρικλοποδιά  
ΚαληκώνομαιΚαλοντύνομαι 
ΚαλιάςΟ πιο καλός σου γείτοναςΜε τον καλιά σου κάθιζε και νηστικός σηκώνου
ΚαλίκωσηΦορεσιάΚαινούργια καλίκωση δα μου πουσουνίσει ο πατέρας μου απ'τη χώρα
ΚαλλιμέντοΠροκοπήΔεν έκαμες καλλιμέντο
ΚαλντερίμιΠλακόστρωτος δρόμοςΤούρκικη λέξη καλντιρίμ = λιθόστρωτο
ΚαλογυναικάριΝυφίτσα 
ΚαλογυναικούσαΝυφίτσα 
ΚαλοπολεμώΚαλοπιάνω 
ΚαλουριάΌργωμαΚαλουριά, λέγεται όταν οργώνουμε το χωράφι χωρίς να φυτέψουμε σπόρο
ΚαμνώΚλείνω τα μάτιαΆλλος τη θέλει όμορφη κ άλλος τη θέλει να χει κ άλλος τα μάτια του καμνεί και παίρνει ότι του λάχει
ΚαμπανόςΖυγαριά 
ΚαμπανόςΠήδημαΞαφνιάστηκα λέει κι έπαιξα ένα καμπανό κι επετάχτηκα 3 μέτρα αλάργο
ΚάμπλιεςΠαπούλεςΣυνώνυμο Κάμπλιες
ΚανακάρηςΛεβέντηςΚαι με την πρίκα καθ'αργά θέτει κι αποκοιμάται το γιο τον κανακάρη τζη κάθα που 'νεστοράται
ΚανακάρηςΧαιδεμένος 
ΚανακάρησαΧαϊδεμένη 
ΚανάκιαΧάδια 
ΚανακίζωΧαϊδεύω 
ΚανιάΛεπτά πόδια αδύνατα 
ΚαντάριΖυγαριά 
ΚαντηλιέρηςΛυχνοστάτης  
ΚαντονάδαΓωνία σπιτιού με πελεκητές πέτρεςΛοξή λιθοδομή από λαξευτή πέτρα για την ενίσχυση της κάτω γωνίας των κτιρίων
ΚαντουνίζειςΚλείνω τα μάτιαΚλείνω τα μάτια για ύπνο
ΚαντουνίζωΝυστάζω, Κλείνουμε τα μάτια 
ΚαούνιαΜακαρόνιαΈχει το καούνι μάτι και στον κώλο ματικάκι;
ΚαπλαντίζωΣκεπάζω το πάπλωμαΈλα να καπλαντίσομε το πάπλωμα
Καπλοσυκιά Φραγκοσυκιά 
ΚαπούλαΠλάτη του Γαϊδάρου 
ΚαράΚαρυδιά 
ΚάραβοςΤρύπα στην αυλή για τα λύμματα 
Καραμπάσι Δαφνέλαιο  
ΚαραμπουζουκλήςΜερακλής, Ευδιάθετος 
ΚαρκατσίλαΚατσίκα 
ΚαρτσόνιΚάλτσα 
ΚαρτσόνιαΧειροποίητες πλεκτές κάλτσες 
ΚασκορσέςΑνδρικό φανελάκι 
ΚάταΓάτα 
ΚαταλαγιάζωΗσυχάζω 
ΚαταμουτσουνίδιΣφαλιάρα 
ΚαταμπατσελίδιΣφαλιάρα 
ΚαταπότηςΑυλακιά 
ΚαταπότηςΑυλακιά στο χωράφι 
ΚαταράχτηςΜεγάλο πριόνιΤο χρησιμοποιούσαν για να κόβουν κορμούς δέντρων
ΚατασβολώθηΧτύπησαΣυνώνυμο (Ε)Μισερώθηκα, (Ε)Σακατεύτηκα, (Ε)Βάρηκα
ΚαταστένωΤακτοποιώ, ΦτειάχνωΌποιος γεννιέται στη σκλαβιά λιοντάρι καταστένει, κι ο Βενιζέλος τοδειξε σ΄ούλη την Οικουμένη
ΚαταχανάςΜπαμπούλας 
ΚαταχανεύωΑνακατεύω, ΦτιάχνωΉντα, Μωρέ, καταχανέβεις
ΚαταχνιάΟμίχλη 
ΚατέειςΞέρεις 
ΚατέχωΓνωρίζω, ΞέρωΕγωισμό δε ν' ήμαθα κ' ιντά ναι δε γατέγω, και κακοσύνη δε βαστώ, στα στήθια μου δε ν' έχω
ΚάτηςΓάτοςΝάμουν το Μάι γάιδαρος τον Αύγουστο κριάρι ούλο το χρόνο πετεινός και κάτης το γενάρι
ΚατίνιαΣκύψιμο για βοήθειαΣκύβω για να βοηθήσω κάποιον να ανέβει πάνω στην πλάτη μου. Κάνε μου κατινια για να βγω στο γάιδαρο
ΚατιτίςΚάτι 
ΚατουμίζειΚαμπουριάζειΞεπασούλισε το λύχνο να μη καντουνίζει
ΚατρουλιάΟύρο, κάτουροΣυνώνυμο η τζούρνα
ΚατσαίνωΜικραίνω 
ΚατσάσειςΜικρίνειςΜην χαδεύεις το κατσούλι τοσονά και δα το κατσάσεις
ΚατσασμένοςΚαχεκτικός 
ΚατσίβερηΙλαρά 
ΚατσίγαροςΑπομεινάρια του λαδιούΣυνώνυμο η φέτσα, η μούργα
ΚατσιποδιάΑρρώστια 
ΚατσιρμάΛαθραίοΗντάνε τονέ το κατσιρμά;
ΚατσιρμάςΛαθρέμπορας 
ΚατσιφάραΟμίχλη 
ΚατσουκανιάΖαβολιά, Πονηριά, Αταξία, Σκανδαλιά, Διαολιά, Μπαγαμποτιά 
ΚατσουκανιάΖαβολιά, Πονηριά, Αταξία, Σκανδαλιά, Διαολιά, Μπαγαμποτιά 
ΚατσούλιΓατάκι μικρό 
ΚατσούναΜαγκούρα 
ΚατσόχοιροςΣκαντζόχοιρος 
ΚαυκαλήθραΜοσχόχορτο 
ΚαυκαλίδαΜοσχόχορτο 
ΚαύκαλοΤα στρογγυλά κριθαρένια κουλούρια παξιμάδια 
ΚαυκίΤο κρανίο, το κεφάλιΚεφάλι άδειο
ΚαφάςΣβέρκο 
ΚάψαΖέστη 
ΚάψαΖέστη 
ΚαψηλίθρεςΣπίθες απο κάρβουνα 
ΚεδιάΤσιμουδιάΒγάλε τη κεδιά
ΚειονάΑυτό 
ΚελντανέςΠράσο 
ΚεντινάριΕίδος μέτρησηςΈνα κεντινάρι σκόρδα = 100 κεφάλια σκόρδα
ΚεραζόζαΟυράνιο τόξο 
ΚερεβίζιΣέλινο 
ΚερεστελίδικαΚαλοφτιαγμένα 
ΚιαμέΒεβαίως 
ΚιάμεΜπα 
ΚιόσέςΑυτός 
ΚιουκιουρίζωΚουτσομπολεύωΉντα κιουκιουρίζετε και παρακιουκιουρίζετε
Κιρ μπαίρΕκεί που έχει αέραΣτο κιρ μπαίρ έκατσε
ΚισκιντάκιΠαιδικό παιγνίδιΠαιγνίδι με χαλίκια.
ΚλαρόνιαΤσόκαραΣυνώνυμο Κλάτσαρα
ΚλάτσαραΤσόκαραΣυνώνυμο Κλαρόνια
ΚλούθαΑκολούθα 
ΚλουθώΑκολουθώ 
ΚλώθωΠλέκω 
ΚνισάραΚοσκινίστρα για το αλεύρι 
ΚνισάραΣίτα 
ΚνισάριΞύγκι γύρω από το συκώτι του αρνιού 
ΚνουκνουκώΛέω κάτι πλαγίωςΉντα διάλο μου κουκνουκάς. Πές μου ντρέτα ήντα θέλεις να πείς και μου παρατσουτσουρίζεις;
ΚοιλαίναΠεριδέραιο 
ΚοιτάσωΚοιμάμαιΕκοιτάξαν οι όρνιθες
ΚοιτουρούμηςΚατάκοιτος 
ΚοκκινογούλιαΠαντζάρια  
ΚόλυμποςΛάκκος με νερό 
ΚολυσαύραΣαύρα 
ΚονάκιΣπίτι 
ΚονάκιΣτέκι 
ΚόντυλαΑποκοσκινίδιαΌτι Άχρηστο προκύπτει από το κοσκίνισμα, Συνώνυμο Σκύβαλα
ΚοντώΆραγεΉθεκα την όρνιθα. Ήβγαλε πράμα κοντώ;
ΚοπανίζωΧτυπώ 
ΚοπέλιΠαιδίΑπού κοπελομάθει δε γεροντοξεχνά
ΚοπρέςΠεριττώματα των ζώων 
ΚορίζασαΔίψασαΈβγαλα τη κόριζα
ΚορμούλαΡίζα Αμπελιού 
ΚορνιάζωΜουδιάζω 
ΚοτσέρνωΔοκιμάζω, Βάζω, ΠροβέρνωΤα κότσαρε αυτή ντελόγω
ΚουβεδιάζωΣυνομιλώ 
ΚουβένταΛόγος 
ΚουζουλαίνομαιΤρελαίνομαι 
ΚουζουλαίνωΤρελαίνω 
ΚουζουλόςΤρελόςΑπού ναι γέρος κουζουλός απού τα νιάτα τόχει .
Κουκαλίζω Τρώγω παξιμάδι 
ΚουκοσάλιΧαλάζι 
ΚουκοσάλιοΧαλάζι 
ΚουλαντρίζωΔιαχειρίζομαι καλά ένα θέμα 
ΚουλούκαΣκύλα 
ΚούλουκαςΣκύλος 
ΚουλούκιΣκυλάκι μικρό 
ΚουλουμούντραΤούμπα 
ΚούμοςΚοτέτσι 
ΚούμοςΚρεβάτιΠήγαινε στο κούμο
ΚουμουλιάςΆργιλος 
ΚουμπούριΌπλο 
ΚουνενίζωΜισοκοιμάμαι 
ΚουνενόςΝύσταγμαΚάνω κουνενούς νυστάζω και κλείνουν τα μάτια μου με το κεφάλι να γέρνει
ΚουντούρηςΚοντός 
ΚουράδιΚοπάδιΞανοίξετε εκιέ ψηλά, Ένα κουράδι παπίτσες στο γιαλό.
ΚουραδώνωΚάθομαι 
ΚουραντέςΓιατρός 
ΚουργιάλιΠεντακάθαρο, Αστραφτερό 
ΚουρκουνώΧτυπώ 
ΚουρούπαΠήλινο μικρό βαρέλι 
ΚουρούπιΠήλινο δοχείο 
ΚούρταΜάντρα 
ΚουσκούταΑυτή που ανακατεύει ψάχνονταςΚουσκούτα είναι και ένα παρασιτικό φυτό
ΚουσκουτίζωΨάχνω, Γυρεύω, Ανακατεύω 
ΚουτουλώΧτυπάω με το κεφάλιΔώσε του μπρέ μια κουτουλιά
ΚουτουρούΤυχαίαΣτα κουτουρού απορπατάς και στα τυφλά βαδίζεις και όλοι νομίζουν πως θωρείς μα εσύ ψηλοκαμινίζεις
ΚουτούτοΣωλήνες για άρδευση ή αποχέτευση, αρχικά πήλινοι στην αρχαία εποχή , σήμερα τσιμεντένιοι Ως τρέχει το κρυγιό νερό στο πέτρινο κουτούτο...Ετσά να τρέχουνε οι χαρές στ αντρόινο ετούτο
ΚουτσοκάμνωΦλερτάρω 
ΚουτσούναΚούκλα χειροποίητη 
ΚουτσουνάδαΠαπαρούνα 
ΚουτσουνάραΥδροροή 
ΚουτσούριΚομμάτι χοντρού ξύλουΕγώ χα ν΄ κουτσούρι για να κάθομαι
ΚράηΠαγετόςΠρωινός παγετός
Κραϊ Πάχνη, Παγετός 
ΚρίθοςΚλειστός πόρος υγρού στο βλέφαρο 
ΚρούβγωΠνίγω 
ΚρούβωμαιΔεν μπορώ να αναπνεύσω 
ΚρυγιόΚρύοΚρυγιό νερό τσι κεφαλής όσο μπορείς τσι γέρνε, τσι τρέλας είναι φάρμακο ετσά γροικώ και λένε
ΚρυγιώτηςΚρύο 
ΛαβουρδάναΦουνάραβγάζει πολλή λαβουρδάνα
ΛαβουρδάναςΜεγάλη φωτιά 
ΛαβουρδανίζειΛαμπαδιάζει 
ΛάδιαΣηκώνω τον άλλο στη πλάτηΚάνω λάδια τον αδερφό μου
ΛαδικόΔοχείο λαδιούΜεταφορικά η γριά κουτσομπόλα
ΛαίνιΚύπελο Αλουμινένιο 
ΛάληΓιαγιά 
ΛάλιεΠροχώρα 
ΛάλιεΦύγε 
ΛαλίνιαΤσόκαρα 
ΛάλοςΠαππούς 
ΛαλούσαΠροχωρούσα 
ΛαντουρίζωΒρέχω 
ΛαντουρίζωΚαταβρέχω 
ΛαντουρώΒρέχωΑυτός λαντουρεί τ' ατζά ντου.
ΛαπεθιούΠολύ κουρασμένος, του θανατάΑυτός έχει πέσει του λαπεθιού
ΛιακόνιΣαύραΤην πεθερά μου εδάκασε στον πόδα ένα λιακόνι, και το λιακόνι εψώφησε κ' εκείνη ζει ακόμη.
ΛιανάΨιλάΚάνε τανέ λιανά = Κάνε μου αυτά ψιλά
ΛιγαβρέςΚαημόςΕπαέ ξάνει ήντα λιγαβρέ τον έχει 1. Εβγήκε βόλτα στο χωριό, κι'έχει το διγαβρέ μου, τον έρωτα μας διαλαλεί, Θιέ μου βοήθησε μου
ΛιγομαρίζωΛιποθυμώ 
ΛιγωμένοςΛιπόθυμος 
ΛικοντίζωΚαθυστερώ 
ΛιμοπρόγοναΕτεροθαλή αδέλφιαΟσάν τα λιμοπρόγονα φαώνεστε
ΛιομάζωμαΜάζεμα Ελιών 
ΛιόχεντραΚρητική οχιά 
ΛούραΖώνη, ΖωστήραΜεταφορικά μέτρο γης. 1. Εκιεκάτω έχω μια λούρα χωράφι.
ΛουχούναΈγκυοςΣυνώνυμο Βαρεμένη
ΜαγαριζμένοςΛερωμένος 
ΜαγαρίζωΒρομίζω 
ΜαγαρισάΒρωμιά 
ΜαγατζέςΑποθήκη 
ΜαγεργιάΜαγείρεμα 
ΜαγλατάΑλλάζειΕδά μου'βγαλε μαγλατά
ΜαγλινόςΛείος 
ΜαζωχτείτεΜαζευτείτε 
ΜάθιαΜάτιαΑπού κατέχει και μιλεί με γνώση και με τρόπο Κάνει και κλαίσι και γελού τα μάθια των αθρώπω
ΜαϊντανόςΔυόσμος 
ΜακάπιΛοστός με πεπλατυσμένο το ένα άκροΤο τρυπάνι ξυλουργού, αρίδι και ο λοστός με πεπλατυσμένο το ένα άκρο, με τον οποίο άνοιγαν τρύπες για να βάλουν τα εκρηκτικά στα φουρνέλα
ΜαλάθρακαςΦυτό με αγκάθια σκληράΚάτσε μπρέ, ηντά χεις, μαλαθρακους έχει ο κώλος σου;
ΜάλαμαΛευκός χρυσός 
ΜαλάσωΑνακατεύω, Φτιάχνω 
ΜαλιχουλέςΦασαρία 
Μαλλί χουλέςΜεγάλη φασαρία 
ΜαμήΓυναικολόγος 
ΜαμούναΣκαθάρι 
ΜαμουντϊέςΤούρκικο χρυσό φλουρίΔεν είμαι ψεύτικος παράς να με πετάξεις πέρα, είμαι χρυσός μαμουντιές και πιάσμε απο τη χέρα
ΜανίζωΘυμώνω, ΝευριάζωΝα μη μανίζω εύκολα, το δίκιο μου να χάνω, να δίδω τόπο στη ν' οργή, τα νεύρα να ποβγάνω
ΜανίζωΝευριάζω 
Μάνι-ΜάνιΓρήγορα 
ΜαντάκουςΤσιμπούρια 
ΜάνταλοςΣίδερο πίσω από την πόρτα για να μπλοκάρει 
ΜαντάλωσεΑσφάλισεΜαντάλωσε τη πόρτα
ΜαντάραΆνω κάτωΣυνώνυμο Ντάρι Νάξι, Γης Μαδιάμ
ΜαντιλίδεςΜαργαρίτες 
ΜαντράχαλοςΓεροδεμένος νεαρός 
ΜαξούλιΠαραγωγή, ΣοδειάΑυτός είναι κακό μαξούλι.
ΜαργιολεύωΜαγεύωΚι ας όψεται η ξενηθιά που σ' έχει μαργιολέψει μα γώ θα σ' έχω φυλαχτό... γιε μου... σαφί στη σκέψη
ΜαργώνωΖαρώνωΌποιος κάθεται μαργώνει Και όποιος πορπατεί μαζώνει
ΜαρόπαΠρόβατοΠορίζω γιατί η μαρόπα ήφαε τα μουρέλα
ΜαρουβίσειΝα δέσει το φαγητόΣυνώνυμα Μοσκέψει, Μουσκέψει, Πομάνει, Ηρεμήσει, Ξεκουραστεί, Μελώσει, Όπως ο μαρουβάς (παλιό κρασί) να παλαιώσει.
ΜαρτάρικαΤα αιγοπρόβατα που είναι δεμένα για βοσκή. 
ΜάσκουλοΜεντεσές 
ΜάσκουλοΜεντεσές που στερεώνεται η πόρτα η το παράθυρο 
ΜαστραπάςΚύπελλο μπακιρένιο 
ΜατζέταΝεαρή αγελάδα 
ΜατικάπιΛοστός με πεπλατυσμένο το ένα άκροΣυνώνυμο το μακάπι
ΜατσαδούραΚομμάτι του στάβλουΔυό γάιδιαροι τσακώνονταν σε ξένη ματσαδούρα.
ΜαχαιρίδαΑγριογλαδιόλα 
ΜαχιαλάΜπράβο 
ΜαχραμάςΜαντήλι του προσώπουΆμε μωρή να ξείς προβιές να κάνεις μαχραμάδες
ΜεϊντάνιΠλατείαΣτο μεϊντάνι δ 'ακουστούν τα γίβεντά σου
ΜελίτακαςΜυρμήγκι 
ΜερακλήςΕυδιάθετος 
ΜερεμέτιΕργασίαΣουλτάν μερεμέτι = Βρομόξυλο
ΜεσακήΜεσαίαΚι έρχεται η πια μεγάλη να με βάλει στο τσουβάλι, κι έρχεται η μεσακή να με βάλει στο σακί
ΜεσόστραταΣτη μέση του δρόμου 
Μηρυκάζει Μασάει σαν κατσίκα 
ΜιάολιάΛίγοΕίπαμε να παίξεις μιαολιά μα νάχει και ρεμέδιο.
ΜιάραΦίδια 
ΜιγόμιΜισό σακί 
ΜιλέτιΓένος, Σόι 
ΜισεύγωΦεύγω 
ΜισιρλήςΑιγύπτιος 
ΜιτάτοΚατάλυμα του βοσκού 
ΜόλαρεΦύγε 
ΜολέρνωΑφήνω 
ΜονέτζιαΠυρομαχικά 
ΜονομπαντίζωΣυγκεντρώνω όλα μαζί σε μία άκρη 
ΜοςΠολύ καλόΕτούτηνιέ είναι μια μος μαγιεργιά
ΜοσκέψουνεΜαλακώσουνε 
ΜοσόραΜεγάλο μπόλΓέμισες πάλι τη μοσόρα
ΜοτσέρνωΜαλώνω 
ΜοτσέρνωΠροσβάλω 
ΜουδέΟύτεΜουδέ και κρίμας το γαμπρό Μουδέ χαράς τη νύφη = Ούτε ο γαμπρός ζημιώθηκε μα ούτε η νύφη.
ΜουζίκαΒούκινο 
ΜουζούριΜέτρο μέτρησης δημητριακών1 μουζούρι = 12 οκάδες = 15 κιλά
ΜουζώνομαιΜουτζουρίζομαι, ΛερώνομαιΌσες χτυπούν το πέταλο ανυφαντούδες είναι; κι όσοι χαλκομουζώνουνται όλοι χαλκιάδες ειναι;
ΜουλαηνεύωΗσυχάζω, Ηρεμώ 
ΜουντέρνωΟρμώ, ΕπιτίθεμαιΜη μου μουντέρνεις ετσά
ΜουράγιαΜουστρούχα 
ΜούργαΑπομεινάρια του λαδιούΣυνώνυμο ο κατσίγαρος, η φέτσα
ΜουρμούΜη μιλάςΕσύ μουρμού, εντάξει;
ΜουρμούΤσιμουδιάΕδά μιλώ εγώ εσύ μουρμού
ΜουσαφίρηςΕπισκέπτης 
ΜούσκεμαΠολύ βρεγμένοςΣυνώνυμο Μουσκίδι, Βουρίδι
ΜουσκίδιΠολύ βρεγμένοςΣυνώνυμο Βουρίδι, Μούσκεμα
ΜουστερήςΠελάτης 
ΜουστρούχιΕίδος δερμάτινης μάσκας για τα ζώαΒάλε το μουστρούχι στην αίγα να μη τρώει των ανθρόπω τα σπαρμένα
ΜουτουπάκιΚουζίνα 
ΜούτσιΠαιδικό παιγνίδιΠαιδικό παιγνίδι. Τα παιδιά έβαζαν σε μια στενοψιλη πέτρα τις δεκάρες και από μια απόσταση 4-5 μέτρων προσπαθούσαν να ρίξουν κάτω τις δεκάρες. Για να κερδίσουν έπρεπε οι δεκάρες να είναι κοντά στην πέτρα που ρίχνανε.
ΜπακαλούμουΆραγε 
ΜπάνταΆκρη 
ΜπαντήξειΝα σου τύχει 
ΜπαντίζωΣυναντώΣυνώνυμο εμποδίζω. 1. Μια κοπελιά μ' απάντηξε και μου ' πε να κατσιάσω, να μου τ' αξιώσει ο Θεός τα πόδια τση να πιάσω.
Μπάρε-ΣκιάςΌμως 
ΜπατάρωΑποδέχομαι 
ΜπάτσοςΣφαλιάρα 
ΜπάχτιΣυνήθειαΜπάχτι το 'χει να σηκώνετ' αξημέρωτα
ΜπεγέντησαΘαύμασα, Εκτίμησα, Συμπάθησα 
ΜπεγεντίζωΘαυμάζω 
ΜπεγεντίζωΚαμαρώνω Τη συντροφιά σας χαίρομαι την αξιοτιμημένη, την άξια και τη φρόνιμη και την μπεγιεντισμένη
ΜπεγίριΑρσενικό άλογο 
ΜπεϊζαδέςΑρχοντόπουλο, Γιος Μπέη, Γόνος υψηλής κοινωνίαςΑπόψε μουσαφίρη σου, κι ό,τι κι αν θες με κάμε, μπεϊζαντές θα μου φανεί, α θέσω 'γώ και χάμαι
ΜπεκιάρηςΕργένης 
ΜπελίΠροφανές, φανερόΌσο κρυφά κι αν σ 'αγαπώ αδιάφορος κι αν είμαι άμα σε δω το χρώμα μου αλλάζει και μπελί 'ναι
ΜπελονιάΈνα κομμάτι κλωστήΠέρασε μου μια μπελονιά κλωστή
ΜπελονιάζωΠερνώ την κλωστή στην βελόναΜπελονιασε μου τη βελόνα παιδί μου γιατί δε φέγγω! Συνώνυμο Μπρουλιάζω
ΜπέμπεληΙλαράΜεταφορικά, ήβγαλα τη μπέμπελη = Ζεστάθηκα
ΜπεράτηςΚόντρα ξύλο από το τοίχο στην πόρτα, ξύλινος σύρτης πίσω από την πόρτα 
ΜπεσταχτάςΣυρτάρι 
ΜπέτηςΣτήθος 
ΜπέτιΣτήθοςΣτο μπέτι μου σε κουβαλώ, δε το κατέχεις φως μου, μ'αμάρθει η ώρα να στο πω, δα χάσω και το φως μου. 2. Ήθελα να μαι δίχταμο σ'ενός βουνού το δέτη να πέρνας και να μ'έκοβες να μ'έβανες στο μπέτι
ΜπήχνωΒάζωΜεταφορικά Μπήχνω τις φωνές, Ήντα σόι μπήχτης είναι τούτοσές = Τι ίδους μάγκας είναι αυτός
ΜπιγκαζώτηςΓύφτος, Τσιγγάνος 
Μπίρι-μπάχιΜάνι-μάνι1. Πως είσαι ολοκούζουλη σου το 'πα μπίρι-μπάχι και μόν' ο πετεινός μπορεί τα λογικά σου να 'χει. 2. Έμαθα πως την παίρνουνε και πήγα μπίρι-μπάχι κι ήπαιξα δέκα μαχαιρές κι ήφαγα μια στη ράχη
Μπίρι-μπάχιΝτε και καλά1. Πως είσαι ολοκούζουλη σου το 'πα μπίρι-μπάχι και μόν' ο πετεινός μπορεί τα λογικά σου να 'χει. 2. Έμαθα πως την παίρνουνε και πήγα μπίρι-μπάχι κι ήπαιξα δέκα μαχαιρές κι ήφαγα μια στη ράχη
ΜπιρμέχηςΑγροφύλακας 
ΜπιστεμένοςΈμπιστος 
Μπίτ παράΠολύ φτηνάΤο πουσούνησα Μπίτ παρά
ΜπίτιΚαθόλουΔεν έχει ντοντίνι μυαλό, συνώνυμο ντοντίνι
ΜπλιόΠιά 
ΜπόλικουςΠολλούς 
ΜποστάνιΑγρόκτημα 
ΜπουγιουρντίΠαραφουσκωμένος λογαριασμός 
ΜπούζιουναςΗ γωνιά του τσουβαλιού του φαρδου 
ΜπούκαΣτόμα 
ΜπούμπαρδοςΒλάκας, Χαζός 
ΜπουμπουνίζωΒροντώΞάνει ποσ. μπουμπουνίζει
ΜπουμπουρίζωΓυρίζω ανάποδα 
ΜπουνταλάςΒλάκας, ΧαζόςΔε γατέχει να μειράσει δυο βουγιό άχερα
ΜπουνταλιέςΧαζομάρες 
ΜπουρνέλεςΚορόμηλα 
ΜπουτσαχλίζωΠατάω μέσα στα νερά 
ΜπροβέρνωΖοκιμάζωΚακομοίρα μου και σα ντη μασκάρα σαι.! Έλεγε η μια τς αλλής που πάνω τζη το μπρόβερνε
ΜπρόκαΚαρφί 
ΜπρόκαμαΈφτασαΈσφιξε ολογλακιστος και δεν τονε μπροκαμα
ΜπροσκάδαΕνέδρα 
ΜπροσμουρίδιΠέφτω με τα μούτρα 
ΜπροστομούναΠοδιά 
ΜπρουλιάζωΠερνώ την κλωστή στην βελόναΈλα να μου το μπρουλιάσεις γιατί δε φέγγω η κακομοίρα μπλιο
ΜυγιαστήκανεΕνοχοποιηθήκανε 
ΝαίσκεςΝαι, βεβαίως 
ΝέκαραΔύναμη, Αντοχή, ΚουράγιοΊσαμε νά'χω νέκαρα, δα σύρνομαι κοντά σου κι ίσαμε νά'χω λογικά δα μνώγω στ'όνομά σου
ΝεστορούμαιΣκέπτομαιΚαι με την πρίκα καθ'αργά θέτει κι αποκοιμάται το γιο τον κανακάρη τζη κάθα που 'νεστοράται
ΝεστρουφίζωΚάνω Γκριμάτσες 
ΝηματώΠειράζωΤον γαίδιαρο να νηματάς να δέχεσαι και τσι τσινιές του
ΝιονιόΜυαλό 
ΝιώθωΚαταλαβαίνωΣυνώνυμο Ανιώθω
ΝοματαίοιΆτομα 
ΝταγιαντίζωΥποφέρω, ΑντέχωΔεν νταγιαντίζω τσι σουβλιές
ΝτακάρωΑρχίζωΟψές στη γλάστρα έβαλα, Κρασί δυο μαστραπάδες, Κι εντάκαρ' η γαρυφαλλιά, Κι ήλεγε μαντινάδες
Ντάκος, ΝτάγκοςΞερό παξιμάδιΜε ντάγκο αναθράφηκα και με τσ' ελιάς το λάδι, το λύχνο ξεπασούλιζα κ' εδιάβαζα το βράδυ
ΝταλαβέροΔοσοληψία, Συναλλαγή 
ΝταλώνωΘαμπώνω 
ΝταμιτζάναΓυάλινο δοχείοΜελαχρινή μου κοπελιά από τον αμπελούζο για σένα με ποτίσανε μια νταμιτζάνα ούζο
ΝταμουλάςΑρρώστιαΛυπήσου μας, σπλαχνίσου μας και κάμε το πρεπό σου, σώσ' απ' αυτό το νταμουλά τον κόσμο το δικό σου
ΝταμπουσκιασμένηΠρησμένη 
ΝτανάςΤαύρος 
Ντάρι νάξιΆνω κάτωΣυνώνυμο Γης Μαδιάμ, Μαντάρα
ΝτελάληςΑυτός που λέει τα νέα στο χωριόΣυνώνυμο Τελάλης
ΝτελικανήςΝεαρόςΟντε δα δεις ντελικανή χαρά την έχεις κόρη Σα το κοπέλι που θα βρει τη πουλιτσά στ'αόρι
ΝτελόγοΑμέσως, Κατευθείαν 
ΝτένιΜεταλλικό παλούκιΜεταλλικό παλούκι που δένανε τα ζώα
ΝτέντζερηςΜεγάλο τσικάλι 
ΝτερμπετέρηςΕυδιάθετος 
ΝτίγκαρεΓέμισε 
ντίπ για ντίπΤίποτα καθόλου 
ΝτίπιΚαθόλου 
ΝτιρλάΠολύ μεθυσμένοςΝτίρλά στο μεθύσι
ΝτιρμπάζαΓλωσσούΓυναίκα που δεν σταματάει να μιλάει
ΝτόγαΣανίδες του βαρελιούΜεταφορικά η καχεκτική γυναίκα, π.χ. Ήντα ντόγα είναι μπρε τουτηνέ
ΝτοντίνιΧάντρα μικρού μεγέθουςΔεν έχει ντοντίνι μυαλό, συνώνυμο μπίτι
ΝτόπιασεΈλαΝτόπιασε επαέ
ΝτουγρούΣτα ίσια 
ΝτουκιάνιΚαφενείο 
ΝτουρντουλούκιΠολυκοσμίαΣυνωστισμός, Φασαρία που γίνεται από παρέα
ΝτουχιουμάνηςΕχθρός 
ΝτουχιουντίζωΣκέπτομαιΣκέψου καλά ντουχιούντισε κι ύστερα ν'αγαπήσεις
ΝτουχιουντισμένοςΠροβληματισμένος, Σκεπτικός 
ΝτρέταΕυθεία, Ορθά, Στα ίσια1. Όντε θα μου μιλείς ,θα μου μιλείς ντρέτα και όχι ανεγυριστικά 2. Λάλιε ντρέτα. 3. Όσοι δε πιάσανε ποτέ στα χέρια ντως σκαπέτι κρίνουν τη ξένη αυλακιά ότι δεν είναι ντρέτη
ΝτρέτοςΊσιος, Σωστός, Ευθείς1. Όντε θα μου μιλείς ,θα μου μιλείς ντρέτα και όχι ανεγυριστικά 2. Λάλιε ντρέτα. 3. Όσοι δε πιάσανε ποτέ στα χέρια ντως σκαπέτι κρίνουν τη ξένη αυλακιά ότι δεν είναι ντρέτη
ΝτρουβάςΣάκος υφασμάτινος 
Ξά μουΔική μου υπευθυνότητα 
Ξά σουΚάνε ότι νομίζεις 
ΞαγλείςΕξαντλείς 
ΞάιΜονάδα μέτρησης δημητριακών1 Ξάι ίσον με δύο οκάδες, 8 Εξάγια ίσα με 1 Μουζούρι
ΞαμάριΜέτρο, πατρόνΑξαμάρι (Σητεία), αποτύπωμα του ποδιού σε ένα χαρτόνι για να κάνει ο τζαγκάρης παπούτσια η μπότες.
ΞαμώνωΣημαδεύω 
ΞάνειΚοίταΕπαέ ξάνει ένα λιγαβρέ τον έχει
ΞανείγωΚοιτάζω 
ΞάνειξεΚοίτα 
ΞάνιΚοίταΞάνι δα κιέ = Κοίτα εκεί
ΞανοίγωΚοιτάζωΌπχιος τη ν' ασκιανάδα ντου, ξανοίγει και ξυπάται, δυό μέτρα μπόι να βαστά, ασήμαντος λογάται
ΞάντουΝα κάνει ότι θέλει 
Ξαργητού, Ξαργότου, ΞαρτούΕπίτηδεςΞαργητού στο Αμαρι Ρέθυμνο,
ΞαργότουΕπίτηδεςΕπίτηδες
ΞαργώΔεν δουλεύωΣήμερο ξαργώ γιατί είναι σκόλη
ΞαρτούΕπίτηδεςΕπίτηδες
ΞάσουΚάνε αυτό που θές 
ΞεγιβεντίζωΞεφτιλίζω, Ντροπιάζω 
ΞεγιβέντισμαΝτροπή 
ΞεζμπουράρωΞεσκάω, Εκτονώνομαι 
ΞεκαυκαλώνωΑνοίγω το κεφάλι, Σπάω το κεφάλι 
ΞελαμίζωΞεκαθαρίζω 
ΞελαφάζωΞαποσταίνω 
ΞεμανταλώθηκανΆνοιξαν τις πόρτες 
ΞεμανταλώνωΑνοίγω την πόρταΞεμαντάλωσε τη πόρτα
ΞεμίστευγεΦύλαγεΘε μου ξεμίστευγε
ΞεμυγιαστήκανεΞεενοποιηθήκανεΜε το που φεύγει ο ντελάλης εξεμυγιαστήκανε οι γραίς κι ήλεγε η μια τσ' αλλής
ΞενηθιάΞενιτιάΣτέκει στην πόρτα και ρωτά περαστικούς διαβάτες ανε ν-τον είδανε ποθές στση ξενηθιάς τσι στράτες
ΞεπαραλώΞηλώνω 
ΞεπασουλίζωΜαστερεύω, ΦτιάχνωΜε ντάγκο αναθράφηκα και με τσ' ελιάς το λάδι, το λύχνο ξεπασούλιζα κ' εδιάβαζα το βράδυ
ΞεπορίζωΒγαίνωΞεπόρισε από τη πόρτα τζης
ΞεσμηλώνωΞεσηκώνω σμήνος εντόμων ή πουλιώνΣυνώνυμο Ξεσμιλιώνω
ΞεσμιλιώνωΞεσηκώνω σμήνος εντόμων ή πουλιώνΣυνώνυμο Ξεσμηλώνω
ΞεσομαρίζωΡίχνω κάτω από το σαμάρι 
ΞετζανώνωΕλευθερώνομαιΞετζάνωσε από το τζένιο
ΞεφορτώσουμεΆσε με ήσυχο 
ΞεχαρτζιστάΤοκογλυφική αγοράΉδωκα το μοσχάρι μου ξεχαρζιστά για 1000 δραχμές. Σημαίνει ότι αν ο δανειστής δεν πάρει πίσω τα χρήματα μετά από την προγραμματισμένη περίοδο, το μοσχάρι του ανήκει.
ΞηπάζωΞαφνιάζω 
Ξηπάμαι, ΞηπούμαιΞαφνιάζομαι 
ΞίκικαΚάλπικαΌντε θα φτάξω στ΄ς αγαπώς την πόρτα, αναθεμάτη, ξίκικα δράμια θα βαστώ και θα ζυγιάσω απάτη
ΞιπάζομαιΞαφνιάζομαι 
ΞόμπλιΖωγραφιάΖωγραφιά
ΞόμπλιΣτολίδι 
ΞόμπλιΣχέδιο υφαντικής 
ΞομπλιάζωΣτολίζω με κέντημα 
ΞυλίκιΞύλο πλάστηςΣυνώνυμο Ξυλίκι, παιδικό παιγνίδι
ΞυλίκιΠαιδικό παιγνίδιΠαιδικό παιγνίδι, βάζαμε δύο πέτρες την μια αριστερά και την άλλη δεξιά και βάζαμε επάνω ένα ξύλο. Τα παιδιά χτυπούσαν το ξύλο με ένα άλλο πιο μεγάλο ξύλο, για να το πετάξουν όσο πιο μακριά μπορούσαν. Αυτός που το πέταγε πιο μακριά κερδούσε.
ΞυλοκέρατοΧαρούπι 
ΞυπάμαιΞαφνιάζομαιΌπχιος τη ν' ασκιανάδα ντου, ξανοίγει και ξυπάται, δυό μέτρα μπόι να βαστά, ασήμαντος λογάται
ΞυπούμαιΤρομάζωΌπχιος τη ν' ασκιανάδα ντου, ξανοίγει και ξυπάται, δυό μέτρα μπόι να βαστά, ασήμαντος λογάται
ΟγρασάΥγρασία 
ΟγρήΒρεγμένη 
ΟγρόςΒρεγμένος 
ΟζόΖώο 
Οθέ γκάτωΠρος τα κάτω 
Οθέ μπαέΠρος τα εδώ 
ΌιΌχι 
ΟκάΒάρος 1280 γραμμάρια 
ΟλιάΓουλιάΜια ολιά = Μια γουλιά παραπάνω
ΟλολεκιούνιαστοςΣκυλοβρωμεσμένοςΠολύ λερωμένος από πάνω μέχρι κάτω
ΟμπρόςΜπροστά 
ΟντάςΞύλινο πάτωμα στο ίδιο δωμάτιοΑπό την Τούρκικη λέξη Όντας που σημαίνει Στο Ίδιο δωμάτιο, μικρό άλλο δωμάτιο
ΌντεΌταν 
ΌπουγκιάςΌπου να ναι 
ΟπυργιόπερσυΠρόπερσυ 
ΌπχιοςΌποιοςΌπχιος τη ν' ασκιανάδα ντου, ξανοίγει και ξυπάται, δυό μέτρα μπόι να βαστά, ασήμαντος λογάται
ΟργιάΜονάδα μέτρησης και σπάγκοςτο μήκος ανοίγματος των χεριών ενός ενήλικα, δηλαδή περίπου 1,8 έως 1,95 μέτρα και τρίκλωνος βαμβακερός ή λινός σπάγκος μεγάλης αντοχής για υποδήματα και χάμουρα
ΟρθάΣωστά 
Ορμηνεύω, ΟρμηνεύγωΣυμβουλεύωΘεέ μου και να μην ήτονε στην Κίσσαμο πασπάλοι, να μη φυσά να λαντουρά τα έμορφα σας κάλη
ΌρνιθαΚότα 
ΟρτάκηςΤαίρι, Συνέταιρος 
ΟύληΌληΕγλυκάθηκ' η γρά στα σύκα, κι ούλη νύχτα τ' αναζήτα
ΟύλοΌλοΑπ'ούχει αντέτι τη ψευτιά την έχει ούλο το χρόνο, δεν ανημένει τ'απριλιού τη πρώτη μέρα μόνο
ΟύλοιΌλοιΌντεν αποκλαίγαν ούλοι, αναδάκρυωσε κι η γρά
ΟύτσιΓουρούνιΟσά ντο χοίρο στα πηλά μ' αρέσει να κοιλιούμε
ΌφιςΦίδι 
ΌφκαιροςΆδειος 
ΌφκερηΆδειαΤην όφκερη σου κεφαλή κριθάρι θα τη σπείρω να βάλω το βολόσυρο να τηνε βολοσύρω.
ΌφουΑχΌφου μπρε, δε ντο νε κουλαντρίζω
ΟφτόΒραστό 
ΟφτόΨημένο 
ΌχεντραΟχιά (Μάλια) 
ΟψαργάδινοςΧθεσινόςΣυνώνυμο ο οψεσινός, ο ψαργάδινος, ο ψεσινός
ΟψάργαςΕχθές 
ΟψάργαςΧθες βράδι 
Οψές ή εψέςΧθες 
ΟψεσινόςΧθεσινόςΣυνώνυμο ο ψεσινός, ο ψαργάδινος, ο οψαργάδινος
ΠαγουδιάζωΚαταπραΰνω 
ΠαγουδιώΚαταπραΰνω τον πόνο 
ΠαίξωΠηδήξω (μεταφορικό)Από παέ θα παίξω μια Να πάω στσ Αγίους Δέκα Ξανοίξετε το μπόι μου και θέλω και γυναίκα
ΠαλαζάκιαΝεοσσοίΝεοσσοί των περιστεριών, τα πιτσουνάκια που δεν έχουν ακόμα πετάξει
ΠανεμίδιΧώρος που κόβει ο αέραςΈλα παέ που πανεμίζει
ΠαντέρμοΚάτι ωραίοΕ.! το παντέρμο πως τ αγαπώ
ΠαντήδειΒολεύει, ταιριάζει1. Επαέ παντήδει. 2. Δε μου παντήδει να σε δω.
ΠάντηξαΣυνάντησαΜου πάντηξε το Σηφαλιό κ'ήτανε χιαρχιντησμένο
ΠαντίζωΕμφανίζομαι 
ΠάντιξεΕμφανίστηκε 
ΠαπαδούλεςΠοπ κορν 
ΠαπίτσεςΠάπιες 
ΠαπουδιάζειΜουλιάζει 
ΠαπούριΤο ύψωμα του εδάφουςΤο βουναλάκι στο χωράφι, Ο λοφίσκος
ΠαρακατσέβγωΠαρακολουθώ, Κρυφακούω 
ΠαρακατσεύγειςΚρυφοκοιτάζειςΤι κρυφοκοιτάζεις εκεί
ΠαρακατσεύειςΚρυφοκοιτάζειςΉντα παρακατσεύεις ετουδά
ΠαρακατσεύωΠαρακολουθώ 
ΠαρασιάΤζάκι 
ΠαρασύραΣκούπα 
ΠαράωροςΤρελός 
ΠασπάλοιΣκόνες 
ΠάσπαροςΣκόνη 
ΠασπατεύωΓυρεύω 
ΠαστανάγλαΚαρότο 
ΠατάζωΤρομάζωΕπάταξες με = Με τρόμαξες
ΠατανίαΚεντημένη παχιά κουβέρτα 
ΠαταξήςΠειραχτήρι 
ΠατασμόςΠειρασμός 
ΠερατζούνιΆγριο αγγιναράκιΣυνώνυμο Γεραντζούνι, Σπεραντζούνι,
ΠερατζούνιαΜικρά Αγγιναράκια 
ΠετραδίζωΔεν έχω σώας τας φρέναςΛέγεται στα Χανιά, αυτός πετραδίζει
ΠετσοσυκιάΦραγκοσυκιά 
ΠέψωΣτείλωΤ'αχστέρου δα σου πέψω μπακαλιάρο για τσ'αποκρές
ΠηλώθωΣπρώχνω 
ΠιένωΠηγαίνω 
ΠιλατεύωΕπιμένω 
ΠιλογούμαιΑπολογούμαιΤο απολογούμαι (από απολογέομαι) κανονικά στην ελληνική γλώσσα σημαίνει απαντώ σε κατηγορία, υπερασπίζομαι, αποκρούω κατηγορία και γενικά απαντώ
ΠινάκιΜονάδα μέτρησης δημητριακών1 Πινάκι ίσον με 8 οκάδες, 2 Πινάκια ίσον με ένα Μουζούρι
ΠίσσηςΚαταραμένος 
ΠιτακώνωΣυμπιέζω 
Πιτήδια-πιτήδιαΌμορφα, σεμνάΠιτήδια-πιτήδια να προπατείς
ΠιτσουνάκιαΝεοσσοίΝεοσσοί των περιστεριών, τα πιτσουνάκια που δεν έχουν ακόμα πετάξει
ΠλάνταξαΣτραβοκατάπια 
ΠλάστιγκαΖυγαριάΣυνώνυμο Πλάστριγκα
ΠλάστριγκαΖυγαριάΣυνώνυμο Πλάστιγκα
ΠοθέςΚάπου, ΠουθενάΠοθές μόνο του σημαίνει Πουθενά, Πάμε ποθές σημαίνει Πάμε κάπου
ΠορίζωΒγαίνω 
ΠορόκλαδοΚλαδί για την μάντρα του βοσκού.Το κλαδί που μπαίνει στην είσοδο της μάντρας
ΠόρτεγοΣτην είσοδοΕίντα κοντό στο πόρτεγο να στέκει ν' ανημένει κι είναι η γι-όψη τζη θλιτή και παραπονεμένη
ΠοσάζωΦτιάξω 
ΠουλιτσέςΦωλιέςΟντε δα δεις ντελικανή χαρά την έχεις κόρη Σα το κοπέλι που θα βρει τη πουλιτσά στ'αόρι
ΠουσάτιαΕργαλεία 
ΠουσίΚαρτέρι, ΕνέδραΈπιασε ένα λαγό στο πουσού
ΠουσούνιαΨώνια 
ΠουσουνίζωΨωνίζω 
ΠουσουνίζωΑγοράζω 
ΠράμαΤίποτα η ΚάτιΉντα θές; Πράμα = Τίποτα, Πάμε να φάμε πράμα = Πάμε να φάμε κάτι
ΠραμάτιαΕμπόριοΟ Πραματευτής πουλεί τη πραμάτια του
ΠράσσωΣυχνάζω, ΒρίσκομαιΜη με καταδικάσετε άρχοντες του χωριού μου, κει σε χωριά δεν έπρασσα και ανθρώπους δεν εθώρου.
ΠρεσβεντάρωΠαρουσιάζω, Δίνω, ΠροσφέρωΈκανα ένα φαί μα δεν αρέσει του κύρη σου, Άσου να δω εδά πως θα του το πρεσβεντάρω.
ΠριχούΠριν 
ΠροβατσουλιάΠερίττωμα προβάτου η κατσίκας 
ΠροβατσούλιαΕίδος βρώσιμου χόρτου  
ΠροκάμωΠρολαβαίνω 
ΠροπατώΒαδίζω, ΠερπατώΕυχή γονέα αγόραζε και τα βουνά πορπάθιε
ΠροσφονιάζωΣτίβω 
ΠρωτομπριάδεςΠρωτοβρόχια 
Πυργιά, ΠυργιάλιΜεγάλο χωνί 
ΠυρώνωΖεσταίνωΕ παιδί μου, κοίτωμαι επαέ που κοίτωμαι κι ολημερίς το κρεββάτι πυρώνω
ΡάκαδοΚαρβούνιΉντα ράκαδο είναι τοσές;
Ρακολούλουδο Αγκινάρα 
ΡάσσωΟρμώ 
ΡάσωΑγκαλιάζωΜόλις τονέ θωρεί ράσει απάνω ντου
ΡέγομαιΕυχαριστιέμαιΑμάνι πως τα ρέγομαι τα δέντρα οντε' ανθούνε τσι φίλους και τσι συγγενείς οντε μονομεριούνε
ΡεμέδιοΌριοόλη μέρα γλακάς στις στράτες, ανεμαζώξου στο σπίτι. Είπαμε δα, μια ολιά μα να' χει και ρεμέδιο. Σημαίνει και διακανονισμός, τακτοποίηση, διευθέτηση
ΡημάδαΚαημένης 
ΡίφιΚατσικάκι 
ΡόβιΆγριος Αρακάς 
ΡογαλίδαΑράχνη 
ΡοδαράΤριανταφυλλιά 
ΡοζονάρωΚάνω όμορφα πάσα. ΦλερτάρωΒιόλα μου και ζουμπούλι μου λαλέ και καντιφέ μου ...μη ροζωνάρεις αλλονού και κακοφαίνεται μου
ΡούκουναςΓωνίαΣε αγαπώ ως αγαπά ο χοίρος να κυλιέται....κι ως αγαπά η αίγα μας στο ρούκουνα να ξέται
ΣάζωΦτιάχνω 
ΣάικαΑσφαλώς, Βεβαίως, Μάλλον, Σίγουρα 
ΣακίζιΜαστίχαΣαν το σακίζι με μασείς, σαν τ' άγανο με φτύνεις και σαν το ξενικόσταρο στα κάρβουνα με ψήνεις
ΣακίζιΤσίχλα από αγκάθι Βγαίνει από το φυτό που λέγεται ακολιά.
ΣακοράφαΜεγάλη βελόνα για ράψιμο των φάρδων 
ΣάλευγεΠήγαινε 
ΣαλεύγωΒαδίζω, Περπατώ 
ΣαλεύωΒαδίζω, Περπατώ 
ΣάντολοςΝονόςΑπό το ιταλικό Santolo
ΣάρακαςΠριόνι 
ΣάτσιΜαντεμένια πλάκα που έμπενε πάνω στο πυρομάχι και έψηναν καλιτσούνια μαραθόπιτεςΓαζοντενεκές πατημένος να ισιώσει, εκεί έψηναν πίτες καλιτσούνια στο πυρομάχι
ΣαφήΠάντα, Πάντοτε, Συνέχεια 
ΣβηγάκιΚαρούλι, Μασούρι 
ΣβολώνομαιΧτυπάω πολύ 
ΣβούροςΣκούρος 
ΣεβντάΚαψούραΤριανταδυό χρονώ σεβντά έχω για ν΄ αξαγιάσω και θα βουτώ τη σέσολα στα ίσα κι ότι πιάσω
ΣεϊριΚοροίδευμαΦέρε τονε έπαε να κάνομε σεϊρι
ΣεΐριΡεζίλι 
ΣελέμηςΤρακαδόρος, Κερδοσκόπος, Μαυραγορίτης  
ΣελέμιΑισχροκέρδεια 
ΣελωμένοΛυγισμένο 
ΣερσέμηςΑδέξιος, Απρόσεκτος 
ΣερσέμηςΑπρόσεκτος, Τσαπατσούλης 
ΣερσεμιάρηςΤσαπατσούλης 
ΣερσένηΣκούρος 
ΣεφέριΤαξίδιΈνα σεφέρι κάνει ο αετός και ένα σεφέρι η βιόλα και ένα σεφέρι ο άνθρωπος και ύστερα σβήνουν όλα
ΣεφίδεςΣυνορεύοντες, Γείτονες σε αγροκτήματα 
ΣηκωματαράΔέντρο σε χωράφι αλλουνούΈνα δέντρο που βρίσκεται στο χωράφι κάποιου άλλου
Σιγλί (Το)ΚουβάςΟ κουβάς που ήταν στο γεράνι η στην στέρνα
ΣιληγούριΣκύλος 
ΣιμαντήριΚαμπανάκι 
Σίμωσε Πλησίασε 
ΣιντερένιοΣιδερένιοΝα μποντικιέ τ΄αντόντι μου και δώμου σιντερένιο να κουκαλίζω το ψωμί το παξιμαδερένιο
ΣίντεροΣύδεροΌφου και γιάντα νάσαι ετσά, νάχεις καρδιά σιντέρου, να μη μπορούν τα μάθια μου ,κοντά μου να σε φέρουν
ΣκαμπουλέρνωΑποφεύγω, Γλυτώνω 
ΣκαπεθιάΣκαπετιάΠαίξε μια σκαπεθιά στη γης να δεις αθρώπου χάλι να ιδείς ήντα πογίνουνται τα πλούτη και τα κάλλη
ΣκαρβέλιΞύλα σαμαριούΤα δύο ξύλα που εξέχουν μπρος και πίσω του σαμαριού
ΣκατούλιαΠαιγνίδι παιδικόΠαιγνίδι παιδικό, Βάζανε 5-6 πλακωτές πέτρες και τα παιδιά από μία απόσταση 4 μέτρων προσπαθούσαν να τις ρίξουν με μία άλλη πλακωτή πέτρα για να κερδίσουν.
ΣκιανιόςΊσκιος 
ΣκιοπίδιΞυλοφόρτωμαΚι απάνω στα λόγια ήρθαν οι ξυλιες, ερίξανε σκιόπο ο γης τ' αλλού
ΣκιόποΞύλο, Τιμωρία 
ΣκιόποςΚρότος από πέσιμο, ξύλοΜεταφορικά, το ξυλοφόρτωμα = ήφαε ένα σκιόπο.
ΣκιούποςΚοντός 
ΣκιουφίζωΑρπώ 
ΣκιούφιξεςΆρπαξες 
ΣκλαβέριαΚουδούνια προβάτων 
Σκληρά (Η)Ουρλιαχτό 
ΣκληρίζωΟυρλιάζω 
ΣκλόπαΚουκουβάγια 
ΣκόληΑργία 
ΣκούλοςΈιδος χόρτου, Πίσω μέρος του σκαπετιού 
ΣκούλοςΤο πίσω μέρος του σκαπετιού αλλά και χόρτο βρώσιμοΠαίξε μου χίλιες μαχαιριές και μια με το σκουλο κιαμα μεδεις ανάσκελα βάλε μου κι ένα πουλο
ΣκουντουφλώΣκοντάφτω 
ΣκουτέλιΒαθύ πήλινο πιάτοΒάλε μέλι στο σκουτέλι να γελάσει το κοπέλι, βάλε ακόμη μια ολιά να γελάσει πιο καλά
ΣκουτελικόΦαγητό δώρο από τους γείτονεςΌποιος περιμένει σκουτελικό από τη γειτονιά μένει νηστικός
ΣκύβαλαΑποκοσκινίδιαΌτι Άχρηστο προκύπτει από το κοσκίνισμα, Συνώνυμο Κόντυλα
ΣκυλονέντουροςΑνθεκτικόςΔυνατός οργανισμός
ΣμίγωΒρίσκομαιΝα σμίξομε τη ταχινή να πάμε στ'αλόνι
ΣοκάκιΜικρό δρομάκι στο χωριό 
ΣόλαίσουΗσύχασε, ηρέμησε 
ΣόπατοΕυθεία 
ΣούροςΦελλός 
Σουρούκου-ΜουρούκουΌτι νάναι 
ΣουσούμιαΧούγια 
ΣουσουμιάζωΜοιάζω 
ΣουσουμιέςΟμοιότητες 
ΣούφεραΚουτσομπολιά 
ΣουχλικάΚουτσομπολιά 
ΣουχλιόΚουτσομπολιό 
ΣοφιλιάζωΤαιριάζω 
ΣοφράςΧαμηλό στρογγυλό τραπέζι 
ΣόχωροΚήπος κοντά στο σπίτι 
ΣπαρματσέτοΚερί από παραφίνη 
ΣπεραντζούνιΆγριο αγγιναράκιΣυνώνυμο Περατζούνι, Γεραντζούνι
ΣπολατίζωΕύχωμαι 
ΣταλίζουνεΜέρος που βρίσκονται τα ζώαΠε μου που σταλίζουνε και δα τα ποσάξω ετουλόγου μου
ΣταλίκιΣημάδι από πέτραΣημάδι από πέτρα το χρησιμοποιούσαν για να οριοθετήσουν ένα αγρόκτημα, πρεπει να έχει δεξιά και αριστερά δυο πέτρες, τους μάρτυρες που το στήριζαν.
ΣτεμόΣτάση, ΔιακοπήΔεν έχω στεμό
ΣτερνιάζειΣυγκεντρώνετε 
ΣτιβάνιαΓαλότσες 
ΣτούμπομαΚαπάκι 
ΣτουμπώνωΒουλώνω 
ΣτουμώνωΚλείνω το μπουκάλι 
ΣτουπίΠολύ μεθυσμένοςΣτουπί στο μεθύσι
ΣτραλίκιΣημάδι για σύνοροΛέγεται στα Χανιά
ΣτράνιοςΤσαπατσούλης 
ΣτρουφολαιμιάξωΠνίξω 
ΣτρούφυγγαςΣτίφνος 
ΣτρούφυγγαςΧόρτο 
ΣτυλωσάΕικόνα, ΕμφάνισηΞάνοιξε επαέ μια στυλωσά ανθρώπου
ΣυγαρδέλιΚαρδερίναΆχι στ Ανώγεια να μουνα, κάπου στα πάνω αμπέλια, να τα γροικώ πως κελαηδούν, γλυκά τα ζυγαρδέλια.
ΣυδαυλίζωΒάζω ξύλα στη φωτιάΣυνώνυμο Συμπαίνω, Συμπαρδουλίζω
ΣυμπαίνωΒάζω ξύλα στη φωτιάΣύμπαινε φως μου τσι φωτιάς τσι αγάπης να μη σβήσει
ΣυμπαρδουλίζωΒάζω ξύλα στη φωτιάΣυνώνυμο Συμπαίνω, Συδαυλίζω
ΣυμπράχαλαΠράγματα 
ΣυμώνωΠλησιάζω 
ΣυναλίκιΠάρε-Δώσε, συναλλαγήΓια μια βαθιά μελαχρινή έχω χαβεσιλίκι και με ξανθές και καστανές δεν έχω συναλίκι
ΣυνεπαρσάΣυνοδεία γάμου 
ΣυνορόγαμπροςΚαινουριοπαντρεμένος, Νιόπαντρος 
ΣυντάλαχοΦασαρία 
ΣύνταςΜόλιςΚαι εγλάκουνε και εγλάκουνε και σύντας εποκώλωνα το ρούκουνα μολέρνω ντου έναν τσούρλο κ' εποκαυκάλωσά ντονε
ΣύντεκνοςΚουμπάρος 
ΣυντρέμωΒοηθάω 
ΣφάκαΠίκραΚι έχει τη σφάκα μιαν οκά στα πικραμένα χείλη γιατί στη φεύγα ποιός θα ρθει να τσ' άφτει το καντήλι
ΣφάκαΠικροδάφνη, πολύ πικρό 
ΣφαλίζωΚλείνωΣφάλιξε τη μπόρτα
ΣφάλιξεΚλείσε 
ΣφαλιχτάριΣουγιάςΜαχαίρι που αναδιπλώνεται στη μέση μπαίνοντάς στην ξύλινη λαβή
ΣφαλιχτάριΣουγιάς αναδιπλόμενος 
ΣφεντίλιΠήλινο βαρίδιΤο χρησιμοποιούσαν στο αδράχτι για να βοηθάει την περιστροφή και να τυλίγεται το νήμα
ΣφεντουρίζωΡίχνωΑπό την σφεντόνα
ΣφίγγωΦεύγωΈσφιξε ολογλακιστος και δεν τονε μπροκαμα
ΣφουγκάτοΟμελέτα 
ΣφουγκίζωΚαθαρίζω 
Τάλε ΚουάλεΊδιοςΑυτός είναι ταχά μπετέρι
ΤαμακιάρηςΆπληστος, Πλεονέκτης 
ΤαμακιαρλίκιΑπληστία 
Τ'ασκέρουΑύριο 
ΤάφκοςΣκάσιμο στο χώμα, Σχισμή στη γηΦυσική σχισμή εδάφους (πηγάδι) με στενό άνοιγμα και ακαθόριστο βάθος από 3 μ. έως 40, 50 ίσως και περισσότερο.
Ταχά ΜπετέριΊδιος 
ΤαχαμπετέριΤά ίδιαΉντα κάνεις μπάρμπα, Ταχαμπετέρι;
Ταχινή (Η)Το πρωί 
ΤέθοιαΤέτοια 
ΤελάληςΑυτός που λέει τα νέα στο χωριό 
ΤελεύωΤελειώνω 
ΤέλεψεΤελείωσε 
ΤερζήςΡάφτης 
Τέτζερις (Ο)Μεγάλη κατσαρόλαΕτσούρησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, λέγεται Όταν ο ένας μπεκρής έβρισκε τον άλλο, η ο ένας ψεύτης τον άλλο
ΤζάΜπούτια 
ΤζαμούζαΒουβάλι χοντρόΜεταφορικά για μία χοντρή γυναίκα, Ήντα τζαμούζα είναι κεινιέ
ΤζάρουκαςΛαιμός 
ΤζάρουκαςΛαιμός 
Τζεβρές (Ο)Κεντητή πετσέταΚεντητή πετσέτα, τυλίγανε ένα κουλούρι και το έπαιρνε ο πρώτος νεαρός που πήγαινε στο σπίτι της νύφης αμέσως μετά το γάμο στην εκκλησία.
Τζένιο (Το)Εργαλείο για δέσιμο ζώων.Το σίδερο που χρησιμοποιούν για να το βάλουν στη γη και να δέσουνε την κατσίκα.
ΤζερεμέςΆδικο πρόστιμοΣκότωνε κουζουλούς, πλήρωνε τζερεμέδες
ΤζηΤης 
ΤζηρίταΤρέχα 
ΤζιγκάζειΣτάζει 
Τζιμπρόδεμα (Το)Πρόχειρο δέσιμο στη σέλα του γαϊδάρου 
ΤζιρίτιΤρέξιμο 
ΤζιρίτιΤρέξιμοΤο πήρε στο Τζιρίτι = Άρχισε να τρέχει
ΤζιριτώΤρέχω 
Τζισβές (Ο)Μπρίκι για καφέ 
ΤζίτζικαςΤζιτζίκι 
ΤζίτζινοςΕύθραυστο 
ΤζίτζινοςΕυπαθής 
ΤζίτζιραςΑκρίδα 
ΤζούγκροςΆγαρμπος 
ΤζούγκροςΑπολίτιστος 
ΤζούκοςΧαζόςΔε γατέχει να μειράσει δυο βουγιό άχερα
ΤζούρναΟύρο, κάτουροΣυνώνυμο η κατρουλιά
Τιχάκι (Το)Παιγνίδι παιδικόΤα παιδιά χτυπούν το κέρμα στον τοίχο, ο άλλος παίκτης προσπαθεί να ρίξει το κέρμα του αφού χτυπήσει τον τοίχο, κοντά στο άλλο κέρμα, αν πέσει κοντά, μετριέται με μια ξύλινη μεζούρα, τότε το παίρνει.
ΤοσονάΤόσο 
ΤουρτουρίζωΚρυώνω, Τρέμω από το κρύο 
ΤουτανάΑυτά 
ΤράοςΤράγοςΣαν ειν' ο τράος δυνατός δεν τόνε στένει η μάντρα, ο άντρας κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα
ΤραταίρνωΚερνώ 
ΤρατάρωΚεράσω 
ΤράφοςΣΤοίχος χωρίς λάσπηΣυνώνυμο Τρόχαλος 2. Τοίχος κτισμένος με πέτρες μικρές ή μεγάλες που στερεώνει το χώμα στις πεζούλες η ακόμα δείχνει και τα σύνορα στα χωράφια
ΤριμιχουμαιΑνησυχώΕίν'τα χεις και τριμυχάσαι
ΤρουλλαφχιώΣτήνω αυτί 
ΤρουλλαφχιώΤεντώνω τα αυτιά μου μεταφορικά για να ακούσω καλύτερα 
ΤρουλώνωΠροσπαθώ, ΤεντώνωΤρούλωσε τ'αυτί
ΤρόχαλοςΤοίχος χωρίς λάσπηΣυνώνυμο Τράφος 1. Τοίχος κτισμένος με πέτρες μικρές ή μεγάλες που στερεώνει το χώμα στις πεζούλες η ακόμα δείχνει και τα σύνορα στα χωράφια
ΤσαγρίζωΚαταβρέχω 
ΤσάκαΣουγιάς αναδιπλόμενος 
ΤσακάκιΜικρό πτυσσόμενο μαχαιράκι της τσέπης, λέγεται και τσακί 
ΤσακάκιΣουγιάς αναδιπλόμενος 
ΤσακίΣουγιάς αναδιπλόμενος 
ΤσαλαμπουχλέρνωΠατάω μέσα στα νεράΣυνώνυμο Τσαλαπατώ
ΤσαλαπατώΠατάω μέσα στα νεράΣυνώνυμο Τσαλαμπουχλέρνω
ΤσαμούρηςΓκομενιάρηςΛέγεται και για τον γαίδιαρο που είναι επιθετικός, ανεξέλεγκτος στις ορμές του
ΤσανάκιΒαθύ πήλινο πιάτοΜεταφορικά, χαρακτήρας, π.χ. Καλό τσανάκι = Καλός άνθρωπος
ΤσαπράζιΣουγιάς αναδιπλόμενος 
ΤσαρχαλίζωΚάνω θόρυβο ψάχνοντας 
ΤσαφίζωΓραντζουνίζω 
ΤσαφουνιάΓρατζουνιά 
ΤσαφουνίζωΓρατζουνίζω 
ΤσαχαλίζωΤσαλακώνω  
ΤσείΚαίειΠώς τσεί τσά -- Ετσά τσεί = Πως καίει έτσι -- Έτσι καίει
ΤσελέκιαΧειροπέδες 
ΤσερόνιΠληγή που δεν κλείνει εύκολα, Σπυρί με πύον 
ΤσιβιδίζειΤσούζει 
ΤσιβίλαΕίδος Ξερού τυριού 
ΤσιγαρίζωΑνακατεύω στο λάδιΤσιγαρίζω τα κρομμύδια στο λάδι
Τσικιμά σοκάκιΑδιέξοδος δρόμος 
ΤσιλιέμαιΈχω διάρροια 
ΤσιμπράγκαλαΠράγματα 
ΤσιμπρόδεμαΠρόχειρο δέσιμο στη σέλα του γαϊδάρου 
ΤσίταΑγκάθα 
ΤσίταΑδύνατος, ΑδύνατηΞάνοιξε τονέ σαν τη τσίτα είναι
ΤσιτώνωΤεντώνω 
ΤσιτωτόΤεντωμένο 
ΤσιφίδαΚοφίνι από καλάμιΜεταφορικά το άγονο χωράφι
ΤσιφτέςΚαραμπίνα 
Τσουβάλι (Το)Σάκος, Φάρδος 
ΤσουγκρίΚεντρί 
ΤσούκοςΣβέρκο 
Τσούκος Αυτός που δεν του κόβειΣημαίνει και Σβέρκο και Φλασκί. 1. Ήντα τσούκος μωρέ ειν τοσές
Τσούκος Σβέρκο 
Τσούκος Φλασκί 
Τσούκος ΦλασκίΣημαίνει και Σβέρκο και αυτός που δεν του κόβει.
Τσούκος (Ο)ΣβέρκοΣημαίνει και Φλασκί και αυτός που δεν του κόβει.
ΤσουράπιαΧειροποίητες πλεκτές κάλτσες 
ΤσουρλοκοπώΔεν έχω σώας τας φρένας 
ΤσούρλοςΜεγάλη πέτραΜεταφορικά ο τρελός
ΤσούρλοςΤρελόςΣημαίνει και Πέτρα.
ΤσουρλώΓλιστράω 
ΤσουρλώΚατρακυλώ, ΓλιστρώΛέγεται στο Ηράκλειο
ΤσουρουφλίστηκαΕκάηκα 
ΤσουρώΚατρακυλώ, ΓλιστρώΛέγεται στα Χανιά
ΤυρεφτηςΤο πρώτο γάλα της προβατίνας μετά τη γέννα 
Ύστερα (τα)Το τέλοςΤα ύστερα του κόσμου εφτάξανε
Φανταξό (Το)Φάντασμα 
ΦαντάσειΈχει φαντάσματα 
ΦέγγωΒλέπω 
ΦεσφεσέΑμφιβολώΚατέχω το πως μ' αγαπάς, μα πάλι φεσφεσέ 'χω, μπάς κι΄ αγαπάς κι΄ αλλού ποθές και 'γω δε το κατέχω
ΦέτσαΑπομεινάρια του λαδιούΣυνώνυμο ο κατσίγαρος, η μούργα
ΦθειαρμίζωΜατιάζω 
ΦίλεμαΚέρασμα, Φιλοδώρημα, Δώρο 
ΦιλεύωΚερνάω 
ΦιλιότσοςΒαφτηστήρι 
Φιού σουΝτροπή σου 
ΦκεραίνωΑδειάζω 
ΦκερέζωΑδειάζω 
ΦλέγαΠηγήΚαι τ'όνομα του νιούτσικου Ρωτόκριτο το λέγαν, ήτανε τς' αρετής πηγή και τς'αρχοντιάς η φλέγα. 1. Μεταφορικά το γένος
ΦλισκούνιΑρωματικό ΒότανοΑρωματικό βότανο με θεραπευτικές ιδιότητες, Φλισκούνι και γαρύφαλλο αρισμαρί και δυόσμο, ετσά τον ήθελα εγώ τον ψεύτη τούτο κόσμο
ΦλούμπαΖώνηΔα πιάσω τη φλούμπα και δα σ'αλατσίσω
ΦοράδαΘηλυκό άλογο 
ΦουμέρνανεΚαπνίζανεΚι ο πατέρας μου κι ο παππούς μου κι όλοι οι λεβέντες φουμέρνανε
ΦουνάραΜεγάλη φωτιάΣτα χωριά κάνανε μεγάλη φουνάρα το Πάσχα, για να κάψουνε τον Ιούδα
ΦούργιαΒιασύνηΣυνώνυμο Ζόρες
ΦουρκισμένοςΝευριασμένοςΆσε με γιατί μαι φουρκισμένος μούλα τουτανά
ΦριγιόΛάχανοΣυνώνυμο Φρύγιο
ΦρουκούμαιΑκούω με προσοχήΆσπρος γεννάτ' ο κόρακας και μαύρος καταντίζει κι' απού φρουκάται γυναικώ, στη φυλακή καθίζει
ΦρύγιοΛάχανοΣυνώνυμο Φριγιό
ΦρύσσαΡέγγα 
Φωθιά ΦωτιάΣα θες να δείς τον άθρωπο, δώστου φωθιά, να νάψει Κι'αν θες να τονε καλοδείς ψηλά του πε να κάτσει κι'ανε κουνεί τα πόδια του τρελό να τονε γράψεις, κι'αν δεν κουνεί τα πόδια του, έξυπνο τονε γράψε!
ΧαβιαλίδιΧαστούκι 
ΧαβρίζωΚάνω θόρυβο 
ΧαερλήΧαζόςΣα θες να δεις το χαερλή, φωθιά του δώσε ν' άψει
ΧαζιρεύομαιΕτοιμάζομαιΤ' ασκέρια να χαζιρευτούν, να κατεβούν στην Κρήτη, να πα να κάψουν τα σφακιά. να μην πομείνει σπίτι
ΧαζίριΈτοιμο 
Χαζίρικος-η-οΈτοιμος-η-ο 
ΧαζιρομπουκιέςΓρήγορα μεζεδάκια 
ΧαΐνηςΑντάρτης 
ΧαΐριΠρόοδο 
ΧαϊρλήςΠροκομένοςΚάνε κοπέλια να δεις χαΐρι
ΧαλαμπαλίκιΟχλαγογία, Φασαρία 
ΧαλίσικοςΓνήσιος, ΠραγματικόςΕγώ 'γαπώ με το παλιό, χαλίσικο τερτίπι κι αγάπες σαν τις σημερνές, δεν τσι μπατέρνω ντίπι.
ΧαλιχουτίζωΜιλάω ακαταλαβίστικαΟι χαλικουτηδες ήταν Αιγύπτιοι που είχαν ξεμείνει στη περιοχή Κουν ΚΑΠΗ τα Χανιά και μένανε σε κάποιες καλύβες και οι χανιώτες τους βαφτίσαμε χαλικουτηδες
ΧαμπάριΝέαΕξεστέλιωσε άμ'άκουσε το κακό χαμπάρι
ΧαρδαλάμιΜεταλλικό μέρος της ζώνης 
ΧαρθιάΧαρτιά 
ΧαρκιάςΣιδηρουργός 
ΧαρκιδιόΣιδηρουργείοΌποιος δεν θέλει χτύπους δεν πάει στο χαρκιδιό
ΧαρχαλίζωΚάνω θόρυβο ψάχνοντας 
ΧασέςΆσπρο βαμβακερό ύφασμαΉπλυνα την κοιλιά του αρνιού και την ήκαμα χασέ
ΧάφτωΚαταπείνω 
ΧαχαλέΧούφτα, ΧουφτιάΣυνώνυμο Χαχαλιά
ΧαχαλιάΧούφτα, ΧουφτιάΣυνώνυμο Χαχαλέ
ΧαχαλόβεργαΔιχαλωτή βέργαΑπαραίτητη για το φόρτωμα του γαϊδάρου
ΧειλέδεςΚλεψιέςΜη γκάνεις μπλιό χειλέδες
ΧείμειξεΕπιτέθηκε, ΌρμηξεΜου χείμηξε μωρέ ο σκύλος του γείτονα και είπα πως θα με φάει
ΧεϊτάνηςΔιάβολοςΠροέρχεται από την αραβική λέξη shaytan που σημαίνει σατανάς και χρησιμοποιείται με τη σημασία ευφυής, πονηρός, καταφερτζής, υποψιασμένος.
ΧεϊτάνηςΠονηρόςΠροέρχεται από την αραβική λέξη shaytan που σημαίνει σατανάς και χρησιμοποιείται με τη σημασία ευφυής, πονηρός, καταφερτζής, υποψιασμένος.
ΧιαρχιντίζωΞαφνιάζω 
ΧιαρχιντισμένοςΑναστατωμένος, Ανήσυχος 
ΧιράμιΚουβέρτα ελαφριά 
ΧκιόποΞύλοΘέλει πολύ ξύλο ετοσές
ΧλαμπούτσαΠαλιές αρβύλες 
Χλεμπατζάρη ΑπατεώναςΣυνώνυμο ο Χλεμπατζής, ο Χλετζιάρης
ΧλεμπατζήςΑπατεώνας 
ΧλεπατζήΑπατεώναςΣυνώνυμο ο Χλεμπατζάρης, ο Χλετζιάρης
ΧλετζιάρηΑπατεώναςΣυνώνυμο ο Χλεμπατζάρης, ο Χλεμπατζής
ΧοίροΓουρούνιΟσά ντο χοίρο στα πηλά μ' αρέσει να κοιλιούμε
ΧοιρομουρίδεςΧόρτα για βραστά 
ΧορδήΣχοινίΤσιτωτή χορδή = Τεντωμένο σχοινί
ΧούιΣυνήθειαΑπ'ούχει αντέτι τη ψευτιά την έχει ούλο το χρόνο, δεν ανημένει τ'απριλιού τη πρώτη μέρα μόνο
ΧούκιαΣφάξιμοΛέγεται για το αρνάκι το Πάσχα, Ετονέ θα το κάνομε χούκια
ΧούμεληΧαρουπόμελο 
ΧούμελιΠολύ γλυκό 
ΧούρδεςΑπρόκοπες 
ΧοχλακώΒράζω 
ΧοχλιδάτεςΚότες με καφέ χρώμαΚότες με συγκεκριμένο χρωματισμό, κάτι σαν σταγόνες βροχής στο φτέρωμα τους
ΧοχλιδολογώΜαζεύω χοχλιούς, σαλιγκάριαΧοχλιδοπαιχνιδίσματα δε θέλω μπλιο μαζί σου, γιατί τη σκάρμη άλλου χοχλιού εβρήκα στο κορμί σου
ΧοχλιόςΣαλιγκάριΉθελα να μουνα χοχλιός και εσύ η χοχλιδίνα και κάτω απ'τον ασπάλαθο να την περνούμε φίνα
ΧρηγιάΛεκάνη ανοξείδωτη 
ΧρηγιάΣκάφηΑκριβή-ακριβή σ΄αγόρασα , κι έδωκα τον παρά μου .... για να σε θέτω ανάσκελα να κάνω τη δουλειά μου
ΧτήμαΓαιδούριΝα πας να μεταδέσεις το... χτήμα
ΧύθηκεΕπιτέθηκε, ΌρμηξεΜου χύθηκε μωρέ ο σκύλος του γείτονα και είπα πως θα με φάει
ΧυλόφταΜακαρόνια χειροποίητα 
ΧύμαΚατηφόρα 
ΧύνομαιΟρμώ 
ΧωρατάΑστείαΣημαίνει και Καλαμπούρια
ΧωρατάΚαλαμπούριαΣημαίνει και Αστεία
ΧωρατόΑστείο 
ΧώστηκαΚρύφτηκα 
ΨακώνωΔηλητηριάζω 
ΨαλάσωΨιλοτρώγωΔεν έχω μεγάλη όρεξη και ανακατεύω το φαγητό μου, τρώγοντας πότε πότε μια μπουκιά. 1. Τρώγε και μη ψαλάζεις
ΨαργάδινοςΧθεσινόςΣυνώνυμο ο οψεσινός, ο ψεσινός, ο οψαργάδινος
ΨαρέςΠαπούλεςΣυνώνυμο Ψαρές
ΨεσινόςΧθεσινόςΣυνώνυμο ο οψεσινός, ο ψαργάδινος, ο οψαργάδινος
ΨηματέΜαγεριάΑπό το Ψηματιά, Ψύνω, Μαγιεργιά σε ανατολική κρήτη
ΨίκηΠροίκα της νύφης 
ΨιμυθευτόΖηλευτόΚαλοφτιαγμένο, Λεπτοκαμωμένο
ΨοφώΈντονη αίσθησηΨοφώ από το κρύο
ΨώμματαΨέματα 
ΩσάΣαν